Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

"Καφές στουν Θανασούλ΄ " του Δημήτρη Βούρκα

-Για πού μπρέ μι σινιαρίζισι χαραϊάτ΄κα;
-Ι, όχ΄κι χαραϊάτ΄κα μαρ, ιννιά είνι η ώρα! τα πααίνου να πιώ καφέν στουν Θανασούλ΄!
-Μπά! πώς κι΄έτσ΄!
-Μ΄είπιν απού υπέρσ΄να πιράσου καμιάφρα, ε, λιέου να πααίνου σήμιρα.
-Ιένα χρόνου τώρα, τώρα του αδουκήθκις;
-Εμ, πότι μάρ, σάματ΄κάθουμέστι έναν ντόνα σ΄ν Κόζιαν!
-Αφού του χαλέβ΄ς τόσου πουλύ, τράβα τώρα, να κάμου κι γώ κάνα χουσμέτ΄!
Ξικίντσα κι γώ να κατηφουρίζου τ΄ς δρόμ΄τ΄ς Νιάπουλης, κάθουμέστι σν πιριουχή του μισουκουμείου. Πώς γιόμουσιν σπίτια αυτή η πιριουχή αρά, ιγώ τ΄θυμούμι ήταν όλου χουράφια, τώρα γίνγκιν αγνώριστ΄.

Πέρασα κι απ΄του σπίτ΄τ΄Ντιόντιου, κάθι φουρά πιρνώ απού ικεί γιατί απόμνιν έτσια που είνι τώρα να θυμίζ΄ικείνιν τ΄ν ιπουχή απ΄δεν υπάρχ΄σήμιρα, ήταν ιένα απού τα λίγα σπίτια τ΄ς πιριουχής, γύρου-γύρου αμπέλ΄κι μπαλαμιές, στ΄μέσ΄ ιένας διάδρουμους κι στου βάθους του σπίτ΄, ανέβις λίγα σκαλουπάτια.
Θυμούμι κάθι φουρά του γάμου τ΄ς θειάς μ΄τ΄ς Κατίνας μι τουν Ντιντιούλα, τι γλέντ΄ ήταν αυτό ρά; κράτ΄σιν μέχρι του προυί κι τα άργανα δεν σταμάτσαν ντίπ όλου του βράδ΄!! Πρίν απ΄του πινήντα, μ΄κρό πιδί ήμαν.
Πέρασα κ΄απ΄ τα Κυρατσάθκα κι βγήκα στου παλιό στιαρουπάζαρου, στου σπίτ΄τ΄Ριζόπουλ΄, αν του θυμάστι, μι τρία πατώματα. Τί θυμήθ΄κα κι δώϊα αρά. Του πινήντα ιννιά ήταν, του ιξήντα ήταν, τα σας γιλάσου. Ου ραδιουφουνικός σταθμός είχιν φύβγ΄απου τουν κινηματόγραφου τουν Κένταυρου, γιατί θα έφκιαναν τ΄λέσχ΄τουν αξιουματικών κι πήγιν στου σπίτ΄τ΄Ριζόπουλ΄.


Εικίν΄τ΄ιπουχή ήταν αξιουματικός ου φίλους μ΄ου Νίκους κι τουν είχαν φκιάσ΄διιφθυντήν στου σταθμό.
 Ου σταθμός σταματούσιν τ΄ς δώδικα του βράδ΄, κι μείς πάϊναμι μιτά τ΄ς δώδικα κι έβανάμι πλάκις κι ακουγάμι τραγούδια.
Ικείνιν τ΄ιπουχή είχαν στείλ΄απ΄τ΄ν Ανθήνα ένα κιαμέτ΄πλάκις. Ικεί προυτουάκσα του τραγούδ΄τ΄Χατζηδάκ΄κάπου υπάρχ΄η αγάπη μ΄ κι μουσική τ΄ Γκιόργκι Ινέσκου΄,(George Enescu) τ΄ρουμάνικ΄ραψουδία νούμιρου ιένα κι τ΄Γλιγόρ΄Ντινίκου(Gligoras Dinicu) τoυ χόρα στακάτου κι τσιουκάρλια.(Ηοra staccato και Ciocarlia).
Eπιζαν τόσου καλό βιουλί που θαρρούσις ίλιγιν χαβάδις ου τσουρτσουλιάνος.

Φεύγου απ΄του στιαρουπάζαρου κι φτάνουντας μπρουστά απ΄του δημαρχείου να ου Νιάκους τ΄Ξιάνγκλιας!

-Πού ρα μι κίντσις καμαρουτός-καμαρουτός;
-Πέ καλημέρα πρώτα ρά κ΄ύστιρα ρουτάς, τα πααίνου να πιώ καφέν στουν Θανασούλ΄.
-Α! μην πααίντς !!
-Γιατί ρά;
-Ιδώ κι μιάν ώρα τουν βρήκα κι μ΄είπιν τα πάϊνιν να φκιάσ΄ιξιτάσεις για να δεί του ζάχαρου, θα πάϊνιν κι στουν καρδιουλόγου κι κάπ΄αλλού μ΄είπιν, αλλά αστόϊσα. Τι καρτιράς αρά, τρανός άνθρουπους είνι.
-Είσι μι τα καλά σ΄αρά; ίσια μι τι σένα είνι, άιντι κάνα χρόνου μ΄κρότιαρους, μην κοιτάς που ισύ μ΄κραίβισι!!
-Τουν άφκα κ΄ιγώ κι τσουπίς στου σπίτ΄.
-Τί μπρέ μι κουβαλήθκις πίσου; δεν πήγις;
-Όχ΄μάρ, πότι κιόλαντς, ακόμα δεν έφυγα ! βρήκα τουν Νιάκου στου δρόμου...
-Ι, καλό κουμάσ΄!
...τί μουρμουρίιζ μάρ, κι μ΄είπιν ότ΄τουν βρήκιν κι τα πάινιν για ιξιτάσεις. Τα πααίνου ταχιά!!

Ξικίντσα τ΄ν ίδια ώρα κι απ΄τουν ίδιου δρόμου μι τ΄ν ψχή στου στόμα κι τ΄ν ιλπίδα μην ξαναβρώ τουν χαμπέρα του Νιάκου κι μι πεί κάνα χαμπάρ΄ κινούργιου.


Απ΄του Δημαρχείου, έφτασα σ΄ν παλιά 11ης Ουκτουβρίου.
Τί να θυμ΄θεί καένας σι αυτόν τουν δρόμου. Απ΄τ΄ν αρχή μέχρι του καβάκ΄ γιομάτους ου δρόμους μαγαζιά.
Λουιούν του λουιού μαγαζιά. Απού πού ν΄αρχινίις: από τουν Καπιτζόγλου μι τα υφάσματα, τουν Γκέκα μι τ΄ς μπουές, τ΄ς καφέδις τ΄ Κιουρκτσόγλου απ΄απχάτ απ΄τ΄ν Αστόρια, του Μαχτή μι τα τζιάμνια, τουν Μάτσου, τουν Πάϊκου μι τ΄ς σαντακρούτις, τουν Μισμέρ΄ μι τ΄ς μπύρις κι τ΄ς λίρις που πάϊνιν ου κάθι μιρουκαματιάϊς έδουνιν δραχμές κι αγόραζιν καμιά λίρα να τ΄ν έχ΄για τουν γάμου τ΄ς θυγατέρας τ΄, κι παρακάτ΄ μαγαζιά μι παπούτσια, του τσαγγάρκου τ΄Γκατζόφλια, τ΄ Σουίν΄, τ΄Λιόγα, τσαγγάρκα που γάζουναν φόντια, του καφινείου τ΄ Χατζηπαπά στου στινό, παρακάτ΄ του γανουτζίδκου, ου Θάνους μι τα καρέλια κι τ΄ς λίρις κι΄αυτός, τα ψιλικά τ΄Δραγατσίκα, μαγαζιά μι κηριά, μι σπάγγ, ΄μι χαλιά.

Παρακάτ΄, του ζαχαρουπλαστείου τ΄Κιτσόπουλ΄ μι τ΄ς λουκουμάδις κι τα κουρκουμπίνια, ου φούρνους τ΄ Μανιάκα, ιένα σουρό μαγαζιά ποιό να προυτοθυμθείς.
Ου πλάτανους κι του πηγάδ΄ κι δίπλα του ταχυδρουμείου κι απού κεί κι κάτ΄ τα κουδουνάθκα, μαγαζιά που έφκιαναν κουδούνια, ο Σκαρκαλάς μι του πουδηλατάθκου σ΄γουνία κι απέναντι του μαγαζί τ΄ Γιώρ΄ τ΄ Σάμ, που ήταν ζουγράφους κι έγραφιν κασμέρια στ΄ς ιφημερίδις, παρακάτ΄ του γκαράζ΄ τ΄ Δήμου μι τ΄ς δυό καταβριχτήρις μι ουδηγούς τουν Ναούμ΄ κι τουν Κουδουνά.
Είχιν πλάκα τρανή ου Ναούμ΄ς, να καταβρέχ΄ του γήπιδου κάθι Κυριακή για να γίν΄ ου αγώνας, μι τ΄ς φούρλις που έκαμνιν μέσα στου γήπιδου κι χάζιβαν όλ΄, τρανοί κι μ΄κροί για να δούν πώς τα τα καταφέρ΄ να σφαλίσ΄ τουν κύκλου!!
Μέχρι του καβάκ΄, ήταν κι΄άλλα μαγαζιά. Απού του καβάκ΄ κι κάτ΄ αρχινούσιν ου συνοικισμός είχιν κι ικεί πουλλά μαγαζιά κι μηχανουργεία μέχρι τουν φόρου κι τουν Καντύλ΄.

Κι ιδώ η πιριουχή άλλαξιν τόσου πουλύ, όπους κι όλ΄ η Κόζιαν΄ που ένας απ΄ λείπ΄ πουλλά χρόνια δεν τα γνουρίσ΄ καντίπουτας.

Τ΄ς προυάλλις, έπινάμι καφέν η γυναίκα μ΄, ιγώ κι η Σούλα σι μιά καφητέρια στ΄ν παλιά ουδό Τζόνσον, σημιρνή Γκέρτσου, όταν έσουσάμι προυσπαθούσιν να μη ιξηγήσ΄ η Σούλα, που ήταν ου δρόμους για τ΄Γκόμπλιτσα κι τ΄ς Βάντσις, στουν δρόμου αυτόν ήταν κι ου τρανός ου μύλους τ΄Στέφου κι λίγου παρακάτ΄ ήταν ιένα πηγάδ΄ μι πουτίστρα. Ιτότις ήταν χουματόδρουμους κι φαρδύς, τώρα μι φάνγκιν σαν στινούρα.

Πιρπάτσαμι λίγου παρακάτ΄ μέχρι τ΄κινούργια πυρουσβιστική που δίπλα ήταν ένα σπίτ΄ ισόγειου τ΄φίλου μ΄ τ΄ Νίκου, είμασταν αντάμα στ΄ς πρόσκουπ΄. Μι τόδειξιν η Σούλα αλλά τώρα ήταν πουλυκατοικία. Ιγώ του θυμούμαν ισόγειου. Του τι πάρτυ εφκιανάμι σι αυτό του σπίτ΄ δεν λέγιτι.
Oυ δίσκους μι τα τανγκό τ΄Μαλάντου σώθκιν απού τ΄ς πουλλές φουρές που τουν έβανάμι κι ακουλνούσιν η βιλόνα. Τι ole guapa, cumparsita, don Juan, adios pampa mia, a media luz κι νάταν μούνγκι αυτά, κουρ΄μός.
Εφχαρίστ΄σα τ΄Σούλα που έφυγιν κι ιγώ χώθ΄κα στ΄ν εικόνα που είχα στου μπγιαλό μ΄ για τ΄ν πιριουχή, απού του ιξήντα.

Όλ΄η πιριουχή αυτήν ήταν όλου χουράφια, αλάνις κι συνιργεία κοντά στου καβάκ΄ κι ικεί που είνι η πιρουσβιστική ήταν του μιγαλύτιρου "σπίτ΄ ¨ μι κουρίτσια κι τι κουρίτσια όλις όμουρφις κι ντιρέκια.
Άϊντι ισύ τώρα, όπως τα φκιασαν, να βγάλτς απου τουν μπγιαλό τ΄ απού έναν αλαφρουίσκιουτου ή καέναν φυβγάτουν ότι δεν γίνγκιν η πυρουσβιστική ιπίτηδις ουπάν στου μπουρδέλου για να σβύσ΄ τα γιανγκίνια, τ΄ς έρουτις κι τα λουίς- λουίς μπιρδέματα μι τα κουρίτσια απ΄του σπίτ΄ !!

Του δεύτιρου "σπίτ΄" ήταν στα γκάζια. Του τρίτου ήταν ικεί που είνι τώρα του ΙΚΑ κι λές το φκιασαν ιπίτηδις ικεί. Γιατί κόσμους πουλύς πάεινιν ιτότι, κόσμους πουλύς παέν΄ κι τώρα. Αυτό ίλιγάμι, είνι τουν αξιουματικών κι τ΄ς καλής κοινουνίας, μπρουστά πρός τ΄ν ουδό Τζόνσουν ήταν μιά αλάνα κι επιζάμι μπάλα.



Που μας έβρισκις που μας έχανις τριουρνούσαμι όλ΄τ΄ν Κόζιαν΄ ήταν ιτότις μ΄κρή κι ας μας γαίνουνταν ιμάς τρανή.
Αυτό του "σπίτ΄" κι τ΄ν ιστουρία τ΄ τα περιγράφ΄ ου Μιχάλτς ου Πιτέντς στου βιβλίου τ΄ "Οι κόρις τ΄ς Αφρουδίτ΄ς", όχι τα κουρίτσια τ΄ς Αφρουδίτ΄ς  τ΄ς Κατιρνούλας απ΄ Τζαμάρα, αλλά τ΄ς Αφρουδίτ΄ς  τ΄ς Θιάς. Του τιτάρτου ήταν στου φόρου σ΄ν τούμπα τ΄Λιόλ΄.
 Γλέπτει, ήταν η ιπουχή που η Κόζιαν΄ είχιν πολύ στρατόν.

Απού τουν Άϊ-Κουσταντίνου μέχρι τουν συνοικισμό, σ΄ν ουδό Τζόνσουν (Γκέρτσου), απ΄κάτ μιρά, πρός του τρένου ήταν λιγουστά τα σπίτια, όλου μπαχτσέδις μι ζαρζαβατ΄κά κι χουράφια ήταν.
Απέναντι απ΄τουν μύλου τ΄Στέφου κι λίγου μακρύτιρα είχιν σπίτ΄ ου φίλους μ΄ ου Σάκης. Αυτός ήξιριν απού σχέδια κι μας ίλιγιν ιτότι ότι θα΄ανοίξ΄ν ιέναν τρανό δρόμου μπροστά απ΄του σπίτι τ΄ κι απ΄του καβάκ΄θα πάινιν ίσια στου σταθμό απ΄του τρένου.
Του σπίτι τ΄ δεν είχιν αυλή, ήταν μι δυό πατώματα, στου κάτ΄ του πάτουμα κατέβινις ιένα-δυό σκαλουπάτια, οι τοίχ΄ είχαν ιξήντα πόντ΄ πάχους. Στου δεύτιρου πάτουμα ανέβινις απ΄όξου μι πέτριν΄ σκάλα στου σκιπαστό μπαλκόν΄. Δίπλα απ΄του σπίτ΄ είχαν του αχούρ΄ μι μιά γιλάδα, ιένα γρούν΄ κι στου κουτέτσ΄ καμόσις αρνίθις.

Ου Σάκης, γιόρταζιν τ΄ς 18 τ΄Γινάρ΄, η γιουρτή τ΄ ικείν΄ τ΄χρουνιά έπιφτιν μέρα Πέφτ΄, ιπειδής ου κόσμους ιτότις πάινιν στα γιουρτάσια, μην κοιτάτι τώρα, μας είπιν, όλ΄ τ΄ν παρέα, να παένουμι του Σαββάτου του βράδ΄ για να είμιστι μαναχοί μας κι να γλιντήσουμι καλύτιρα, να μην είνι συγγινείς κι γειτόν΄ κι να λιέει ου καθένας του μακρύ τ ΄ κι του κουντό τ΄.

Μόλις αρχίντσιν να σουρουπών΄, μαζόθκαμι όλ΄ η παρέα σ΄ν πλατέα, αγόρασάμι ιένα τρανό κ΄τί μι διάφουρις πάστις απού τουν Κρίνου, έφκιανιν καλές, πήραμι κι φουντάνια κι κίντσαμι για του σπίτ΄ τ΄Σάκη.
Είμασταν: ου Γιάντς απ΄ τουν Άι-Νικάνουρα, ου Λάζους απ΄ τα Λουτρά, ου Σόλουν απ΄τ΄ Καρδίτσα, κάθουνταν δίπλα απού του παλιό του Πέταλου, ου Νέστουρας απ΄ τα Καϊλιάρια, κάθουνταν σ΄ιένα απ΄τα λιγουστά σπίτια ψηλά σ΄ν Νιάπουλ΄, αυτοί οι δυό σπούδαζαν σ΄ν Κόζιαν΄, ου Τάσιους, κάθουνταν στ Σκ΄ρκα, κουντά στου ΟΥΛYΜΠΙΟΥ, ου άλλους Γιάντς κι ιγώ απ΄τ΄ Αλώνια.

Μόλις φτάνουμι απ΄όξου απ΄του σπίτ΄ γλέπ΄ ου Σόλουν κριμασμένα λουκάνγκα στ΄ς γριντιές στου μπαλκόν΄. Eίχαν σφάξ΄ του γρούν΄ τα Χστούϊνα, κι έφκιασαν κι λουκάνγκα, κι τα κρέμασαν να στιγνώσ΄ν. Ιτότις ου κόσμους δεν έκλιβιν. Πιτάγιτι ιένας κι λιέι να πάρουμι τέσσιρα-πέντι κι να τα παένουμι αντάμα μι τ΄ς πάστις κι τα φουντάνια. Καθένας, ίλιγιν του μακρύ τ ΄κι του κουντό τ΄. Λιέει ιένας, αν έβαλαν κι πράσσα, τα είνι νουστιμότατα, πιτάγιτι ου άλλους κι λιέει, De gustibus non est disputandum. Πέ μας αρά, τι τα πεί αυτό. Τα γούστα δεν συζητιούντι, αγαπητέ, λιέει ιένα λατινικό ρητό.
Ου Γιάντς απ΄ τ΄Αλώνια είχιν μιάν ιδέα, να πούμι ότι τ΄αγόρασάμι απ΄τ΄Καλιάτα που ήταν στου μπακάλ΄κου τ΄Δημητράκ΄ τ΄ Γκουμπλιτσιώτ΄ στ΄ Φιλίππου Β΄, στ΄Αλώνια. Η Καλιάτα, ήταν κουνιάδα τ΄Δημητράκ΄, είχαν ακουλ΄τά απ΄ του μπακάλ΄κου κι μιά μ΄κρή νταβέρνα, σειρά μι του σπίτ΄ τ΄ς Μαρσέλλ, ίενα στινό τα χώρζιν.
Μας φάνγκιν καλή η ιδέα τ΄, ανέφκιν στ΄ς μύτις τα σκαλουπάτια ου Σόλουν, σκαρφάλουσιν κι στου κάνγκιλου απ΄του μπαλκόν΄ κι άρπαξιν πέντι λουκάνγκα, αμ τώρα, πώς να τα παένουμι γκόλιαβα;

Ου Γιάντς απ΄τουν Άϊ-Νικάνουρα άρπαξιν απ΄ τ΄ν αμπασκάλ΄ τ΄ Τάσιου τ΄ν ιφημιρίδα που κουβαλούσιν παντού κι πάντουτι μιάν αντάμα τ΄, θέλτς πάιναμι στ΄βόλτα, θέλτς πάιναμι σι νταβέρνα. Είχιν βέβια κι ιένα μ΄κρό δίκιου, ου μπαμπάς τ΄ ήταν αργουλάβους κι ου Τάσιους έπιρνιν τ΄ν ιφημιρίδα για να διαβάζ΄ τ΄ς προυκηρίξις για διαγουνισμούς έργουν στου Νουμό.
Ήταν γλέπ΄ς ου ικδότ΄ς κι κουντουχουριανός τ΄, απου κεί σιαπάν απ του Ζιουπάν΄.
Η Ιφημιρίδα ήταν η Δυτική Μακιδουνία που πρώτα τ΄ν ίλιγαν Ιλληνική Μακιδουνία κι εκδότ΄ς ήταν ου Ζηκόπουλους.
Τ΄ν αρπάζ΄, απ΄λιέτι, ου Γιάντς κι έτσ΄ βρήκαμι τ΄λύσ΄.
 Πέρασάμι καλά, μας τηγάντσαν κι τα λουκάνγκα, ήταν νουστιμότατα, κι απού τότι, δεν γίνγκιν κουβέντα κανγκαμνιάν για τα λουκάνγκα.
Μι τι αυτά κι μι τι αυτά, έφτασα χουρίς να του καταλάβου στούν σταθμό.

Όπους ήμαν μες στ΄ σκέψεις μ΄ ούτι που κατάλαβα που μι πλησίασιν ου καθηγητής ου Χαριλάκ΄ς.

-Τι ρα χαλέβς, ιδώ σιακάτ;
-Γεια σου Χαριλάκ΄ τι φκιάντ΄ς αρά;
-Καλά είμι, ισύ πέμι τι τριουρνάς ιδώ στ΄ γειτουνιά μ΄.
-Έβαλα τ΄ς προυάλις μια φουτουγραφία στου Fάτσα μπούκ΄ που έδειχνιν τουν παλιό δρόμου τ΄σταθμού κουντά στουν τοίχου που απου πάν΄ ήταν του σπίτ΄ τ΄Παράνουμου. Ου ιστουρικός απ΄τ΄Κάλλιαν΄, έγραψιν απού κάτ απ΄τ΄φουτουγραφία, ότι ακόμα υπάρχ΄ ιένα κουμάτ΄απ΄τουν τοίχου, αυτός αρά που δεν αφήν΄ β΄νό για β΄νό κι να μην του σκαρφαλώσ΄ μι σκ΄νιά!!
-Του Θανάσ΄ λιές;
-Ναί, του Θανάσ΄!
-Τουν βρήκις τουν τοίχου;
-Ναί, τουν είδα, ιπιτιόργια! Δε μι λιές, μιά κι σι βρήκα, κατά πού πέφτ΄ του συνιργείου τ΄ Θανασούλ΄;
-Ααα! τ΄ Θανασούλ΄; " απ΄ όνων εφ΄ίππους".

Δημήτρης Βούρκας 
-Δάσκαλι, δεν μι τα λιές καλά, άσι τ΄ς Ιλληνικούρις κι μίλα ξικάθαρα. Μπουρεί να είσι δάσκαλους αλλά κ΄ιγώ είχα μια χαρά δασκάλ΄, αν κι ήταν "μαλλιαροί"* ικείνουν τουν κιρό που βασίλιβιν η καθαρεύουσα, μας έμαθαν να ψάχνουμι. Αν δεν τ΄ς θυμάσι, ήταν ου Λιουνίδας κι ου Βασιλάκ΄ς! όσου γι αυτό που είπις, ου Θανασούλτς, ούτι άξαφνα ανέβκιν, ούτι άξαφνα πλούτσιν, μι τ΄δλειά τ΄ πρόκουψιν. Α, πέ μι τώρα που έχ΄ του συνιργείου.
-Στα γκάζια, γλέπ΄ς ικείνου του τρανό του διόρουφου κι απού πίσου το τρανό του μακρυνάρ΄ αφτού είνι του συνιργείου τ΄.
-Τουν χιρέτ΄σα κι έφυγα για του συνιργείου.
Η ώρα ήταν δέκα κι μ΄σι, είχα χρόνουν.

Έφτασα στου τρανό του κτίριου, ήταν αντιπρουσουπία μι αυτοκίνητα, μπρουστά ήταν η έκθισ΄ μι αραδιασμένα λουίς-λουίς αυτουκίνητα κι απού πάν τα γραφεία, οπίσου απ΄του διόρουφου ήταν ιένα μακρυνάρ΄, φαίνιτι αυτό ήταν του συνιργείου.




_______

*Μαλλιαροί. Από την ορολογία του γλωσσικού ζητήματος. 
Οι υποστηρικτές της καθαρεύουσας αποκαλούσαν με αυτήν τη λέξη τους δημοτικιστές.


κείμενο:Δημήτρης Βούρκας
φωτογραφικό υλικό: Μάρκος Πατσίκας , διαδίκτυο, αρχείο. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου