Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

"Τα κόλιαντα στην Κοζάνη"

Τα κάλαντα (από το λατινικό calendae) είναι αρχαιότατο και πανελλήνιο έθιμο. Είναι κυρίως τα τραγούδια, που τραγουδούν οι μικροί την παραμονή των Χριστουγέννων και των άλλων εορτών: του Αγίου Βασιλείου, των Θεοφανίων και των Βαΐων.


του ΛΕΩΝΙΔΑ Ι. ΠΑΠΑΣΙΩΠΗ

Στην Κοζάνη τα λέμε «κόλιαντα» και με τη λέξη αυτή εννοούμε αποκλειστικά τα τραγούδια που ψάλλονται την παραμονή των Χριστουγέννων, καθώς και τα ειδικά κουλούρια με τα οποία φιλοδωρούν τους μικρούς την ημέρα αυτή. Τα τραγούδια που ψάλλονται την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, καθώς και τα κουλούρια της ημέρας αυτής, τα λέμε «σούρβα».



Πάντως τα παλιά χρόνια οι μικροί περίμεναν τα «κόλιαντα» με μεγάλη λαχτάρα. Αψηφώντας τις παγωνιές και τα χιόνια, απ’ τα μεσάνυχτα ξεχύνονταν παρέες – παρέες, σωστό μελισσολόι, στους δρόμους και τα σοκάκια με τα σακούλια και τους τσιώκους κι απ’ τραγούδια, τις φωνές και τα θυροκτυπήματα, βούιζε ο τόπος.

Το έθιμο έχει ατονήσει τελείως και ξεχάστηκαν και τα τραγούδια που τραγουδιούνταν. Με την εγκατάσταση των προσφύγων και την επιμιξία αλλοιώθηκαν τα έθιμα και οι μικροί δεν περιμένουν πιά τα «κόλιαντα» με την ίδια λαχτάρα που τα περιμέναμε εμείς τα παλιά τα χρόνια. Τώρα, απλώς για να τηρηθεί το έθιμο, στέλνουν τα πολύ μικρά παιδιά στα συγγενικά μονάχα σπίτια κι όχι απ’ τα βαθιά χαράματα, αλλά αργά προς το μεσημέρι. Ο τσιώκος, αν υπάρχει, είναι απλώς διακοσμητικό στοιχείο και δεν ακούς άλλο τραγούδι απ’ το «Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει…»

Γι αυτό κι ο ξενητεμένος του ποιήματός μας, σαν άκουσε τα «Κόλιαντα μπάμπου μ, κόλιαντα…», ξαναγύρισε στα περασμένα. Θυμήθηκε τα κόλιαντα των παιδικών του χρόνων και θυμίζει και στο φίλο του πώς τα περίμεναν και πόση γοητεία ασκούσαν τότε σ’ αυτούς.

Αλλά ας τον αφήσουμε να μας τα πεί ο ίδιος:

«Κόλιαντα , μπάμπου μ, κόλιαντα κι μένα κουλιαντίνα»
Πόσα στου νου μ δε μ ίφιραν σαν τάκσα αρά Ντίνα!

Θυμήθκα όταν πάιναμι κι μείς όλ’ η παρέα
Πόσου καλά μας φαίνουνταν τα κόλιαντα κι ουραία!

Μέρις τα καρτιρούσαμι κι είχαμι στου νού μας 
σι ποια σπίτια θα πάηναμι γνουστά του καθινού μας.

Κι’ η μέρα όταν έφτανιν, π’του βράδ χα να ταπούμι 
που ποιο σπίτ’ τ’ αρχινούσαμι κι πού τ’ ανταμουθούμι.

Όλ’ τν νύχτα δεν κοιμούμασταν. Γυρνούσαμι στου στρώμα!
Θαρούσαμι ξημέρωσιν. Σκουτάδ’ ήταν ακόμα!

Απ’ τα ιννιά χαράματα μας ίγλιπις στου δρόμου.
Στου χέρ τουν τσιώκου είχαμι κι του σακκούλ’ στουν ώμου.

Τα τφάνια δεν μας τρόμαζαν, οι παγουνιές, τα χιόνια!
Τραγδούσαμι, γιλούσαμι! –Ιφτιχισμένα χρόνια!!!-

Οι πόρτις όλις έτριζαν απού του τάκα – τάκα, 
κι αν πουθινά δεν άνοιγαν χπούσαμι μι τ’ τζιουμάκα.

Αλλοίμουνου αν δεν άνοιγαν!!! Απου του χτύπα – χτύπα 
τσιώκ’ κι τζιουμάκις θάνοιγαν σην πόρτα καμιά τρύπα!

Μα ου κόσμους μας πιρίμινιν κι απού νουρίς ξυπνούσιν.
Μας άνοιγιν, μας δέχουνταν κι μας φιλουδουρούσιν.

Καρύδια, μήλα, κάστανα, κόλιαντα ζημουμένα, 
όσα η χούφτα έπιανιν έδουναν στουν καθένα.

Στου Βαμβακά μας έδουκαν κι μανταρίν’ θυμούμι.
Τα γέλια που μας τσάκουσαν ακόμα τα θυμούμι.

Πώς άραγις να τρώιτι καθένας αντιριούνταν.
Μι ν’ πέτσα ου Λιόλιους τόφαγιν κι γλύφουνταν κι φτιούνταν!

Κι μι του δίκιου τ’. Άγνουστου ήταν αυτό του φρούτου.
Σίν Κόζιαν’ τότι τούξιραν αυτοί πούχαν τουν πλούτου!

Κι τα σακούλια γιόμουζαν κι μείς καμάρουνάμι!
Μ’ απού καμιάφρα τύχινιν κι ασχημα ν’ πάθηνάμι.

Γιατί οι τρανοί μας έστηναν ιτότι καραούλια 
κι ούτι τσιώκουν μας άφηναν κι ούτι τα σακούλια!

Τι άλλου απού τα κόλιαντα να αδουκθώ ρα Ντίνα;
Που να τραγδίσου ντρέπουμαν κι έλιγα ισένα αρχίνα;

Στου μοίρασμα π’ τσακώθκαμι μνιά φρα κατά του Δόκου 
κι χίρσαμι να χπιούμιστι οι δυό μας μι τουν τσιώκου;

Σι λίγου όμως τ’ αστόησαμι κι είπαμι κι μπέντια.
-Ιτότις τα μαλώματα τα είχαμι για γλέντια!-

Σ’ όλα τα σπίτια ίλιγιν πώς έχ’ Τζιτζίκου ου Μήκας 
κι είκουσ’ μαμάννις μέτρησα να λέει πώς έχ’ ου Τζήκας!

Κι ξένις πόρτις χπούσαμι! Μα είχαμι στου νού μας 
μην τύχ’ κι αστουχήσουμι να πάμι σπίτ’ τ’ Νουνού μας.

Γιατί ικεί μας έδιναν ιτότι κι παράδις 
ινώ οι άλλ’ δεν έδουναν ικτός απ’ τς αρχουντάδις.

Μι τς ώρις πιρπατούσαμι! Όλ’ ν Κόζιαν ν’ αλώντζάμι!
Ψόφχ’, σκουτουμέν’ γυρνούσαμι, στου στρώμα έπιφτάμι.

Κοιμούμασταν κι στ’ όνειρου κι πάλι ίγλιπάμι 
ότ’ πρεπ’ να ανταμώσουμι, στα κόλιαντα να πάμι!!!



Μικρό γλωσσάρι

«απ τα ιννιά μισάνυχτα» = από τα άγρια χαράματα
Μαμάννις = γιαγιάδες
Πέτσα = η φλούδα του μανταρινιού ή πορτοκαλιού
Τζιουμάκα = είδος ξύλινης γκλίτσας
Τζιτζίκου = η Θεία
Τσιώκους = ξύλινο είδος σφυριού
Τ’φάνια = δυνατές ριπές ανέμου, τυφώνας


Λεωνίδα Ι. Παπασιώπη : «ΤΟΤΙ ΚΙ ΤΩΡΑ», σελ. 35 – 40, Θεσσαλονίκη, 1973.


Παραδοσιακά κόλιαντα Κοζάνης

Κόλιαντα μπάμπου μ' , κόλιαντα κι μένα ν ' κολιαντίνα.
Κι μένα την τρανήτερη κι τώρα κι από χρόνου.
Να ζήσεις χρόνους ικατό κι να τους απιράσεις.
Ν ' ασπρίσεις σαν τουν Μπουρινου σαν τ ' άσπρου περιστέρι.
Δυο περιστέρια μάλουναν κι πάλι αγαπιούνταν.
Ψηλά, ψηλά σηκώνονταν, στουν ουρανό φιλιούνταν.
Κι σαν δεν έχεις κόλιαντα, δος μας ένα σιτζιούκι,
νάνι καλό, νάνι χουντρό, νάνι ζαχαρουμένο.
Κι σαν δεν έχεις κι σιτζιούκι, δος μας ένα κορίτσι.
Κι τι του θέλεις γάϊδαρε του ξένου του κορίτσι;
Να μ' ρίχνει νιρό να νίβουμι, να μ' στρώνει να πλαγιάζω.
Να το φιλώ να του τσιμπώ να μι ζισταίνει του βράδυ.

κι τ' χρον' !







από Λένα Δ. Πλόσκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου