Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες του κοζανίτη μαχητή Άνθου Πεσλή στο έπος του 40


Απόσπασμα από το βιβλίο « Κοζανίτικες Διαδρομές»

Τις μαρτυρίες κοζανιτών που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πυρός, στην έναρξη του πολέμου στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και το πώς αντέδρασαν οι κοζανίτες τις πρώτες μέρες του πολέμου αφηγήθηκε ο λαογράφος Γιάννης Κορκάς.







28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940. ΤΑΓΜΑ ΚΟΖΑΝΙΤΩΝ

ΣΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ 32 ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ Ο ΑΝΘΟΣ ΠΕΣΛΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΙ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ

Το Έπος των Ελλήνων που εγράφη στα Αλβανικά βουνά κατά την άνανδρη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας και αντιμετωπίστηκε με νικηφόρα πορεία, άφησε άφωνη την παγκόσμια κοινή γνώμη και έδωσε το μήνυμα της νίκης στους αγωνιζόμενους συμμάχους Άγγλους, Γάλλους και άλλους Ευρωπαίους εναντίον των Γερμανών Ναζί και των Ιταλών Φασιστών. Η μικρή χώρα με τη μεγάλη ιστορία έδωσε το 1940 νέο μάθημα γενναιότητας στην προάσπιση της ακεραιότητας της χώρας και της ελευθερίας του λαού της, από τους επιβουλεύοντας αυτήν εχθρούς. Οφείλουμε λοιπόν να εξάρουμε τους πρωταγωνιστές αυτού του θαύματος, που δεν ήσαν άλλοι από τους στρατιώτες μας, τα παιδιά του λαού, που αγωνίστηκαν με ηρωισμό και αυτοθυσία και κατόρθωσαν να αποκρούσουν τον εχθρό και στη συνέχεια να τον απωθήσουν και να τον καταδιώξουν μέσα στην Βόρειο Ήπειρο, απελευθερώνοντας την από τους Ιταλούς και Αλβανούς, που την κατείχαν παράνομα, καταργώντας τις διεθνείς συνθήκες του 1914, και προσαρτίζοντάς την στα εδάφη της Αλβανίας. Ούτε ο βαρύς χειμώνας που είχε ενσκήψει δεν ανέκοψε τους ηρωικούς μαχητές μας.

Ένας Κοζανίτης στρατιώτης που πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40, θυμάται και αφηγείται τα γεγονότα με λεπτομέρειες, καίτοι έχουν περάσει 68 χρόνια. Είναι ο αειθαλής Άνθος Πεσλής, πρώην διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας, που άγει το 93ο έτος της ηλικίας του, αλλά με πολύ ισχυρή μνήμη μεταφέρει τα γεγονότα της εποχής εκείνης με μια ρέουσα αφήγηση που σε συναρπάζει. Εξιστορεί, λοιπόν, ο αειθαλής Άνθος – όνομα και πράγμα, δεν εμαράνθη ποτέ – ότι, μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου τον δεκαπενταύγουστο του 1940 στη γιορτή της Μεγαλόχαρης, η Ελληνική κυβέρνηση πήρε τα μέτρα της και προέβη σε μερική επιστράτευση με ατομικές προσκλήσεις. Έτσι, την 23η Αυγούστου του 1940 ο κ. Άνθος πήρε ατομική πρόσκληση να παρουσιαστεί στο Ιο τάγμα πεζικού, όπου συγκεντρώνονταν οι προερχόμενοι από την Κοζάνη και την περιοχή της. Διοικητής του τάγματος ήταν ο Κοζανίτης ταγματάρχης Δημήτριος Σιακαβάρας. Το τάγμα είχε τρεις λόχους με δύναμη περίπου 600 ανδρών, και ομάδα διοικήσεως μεταγωγών με 30 ημιονηγούς. Ο οπλισμός τους ήταν φτωχός, καθώς το τάγμα διέθετε όπλα μάλιχερ, οπλοπολυβόλα και έναν μόνο όλμο. Το τάγμα υπαγόταν στο 27ο σύνταγμα πεζικού, που είχε έδρα την Κοζάνη και ανήκει στην 9η Μεραρχία. Διοικητής του συντάγματος ήταν ο αντισυνταγματάρχης πυροβολικού Βασίλης Μπουτσικάρης. Το σύνταγμα διέθετε ορειβατικό πυροβολικό και ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο, το οποίο κατεστράφη έξω από την Κορυτσά, όταν το βρήκε βόμβα ιταλικού αεροπλάνου – εφονεύθησαν τότε οι οκτώ στρατιώτες χειριστές του. Όταν το τάγμα συγκροτήθηκε, μετακινήθηκε την 27η Αυγούστου και στρατοπέδευσε έξω από το Βογατσικό, δίπλα στον Αλιάκμονα ποταμό. Την 22α Σεπτεμβρίου το τάγμα κάνει νέα μετακίνηση στο χωριό Τσούκα Καστοριάς, και καταλύει στο μοναστήρι της Αγιάννας έξω από το χωριό, μέσα σε δασώδη περιοχή. Την 1η Οκτωβρίου νέα μετακίνηση στο χωριό Κορομηλιά, οι στρατιώτες καταλύουν στο εκεί μοναστήρι. Την 10η Οκτωβρίου πάλι μετακινείται το τάγμα προς την περιοχή Καστανιές, έξω από το χωριό Νεστόριο, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Πιο πάνω ήταν το χωριό Νικολέρι, όπου είχε την έδρα του το σύνταγμα της προκάλυψης των συνόρων με διοικητή τον συνταγματάρχη Ηλία Μπομπορίδη. Η κήρυξη του πολέμου βρήκε το τάγμα στη θέση του Νεστορίου, που οδηγούσε στο 32ο φυλάκιο της κορυφογραμμής των συνόρων.

Ο κ. Πεσλής υπηρετούσε στον 3ο λόχο του τάγματος, διοικητής του οποίου ήταν ο Κοζανίτης υπολοχαγός Βασίλειος Κίτσιος, σπουδαίος ποδοσφαιριστής του «Ολυμπιακού Κοζάνης», ενώ υποδιοικητής ήταν ο επίσης Κοζανίτης ανθυπολοχαγός Σωτήριος Κοεμτζής. Την πέμπτη ημέρα από την επίθεση των Ιταλών το φυλάκιο 32 δέχεται καταιγισμό πυροβολικού, με σκοπό οι Ιταλοί να σπάσουν την αντίσταση και να προχωρήσουν προς την Καστοριά. Οι στρατιώτες του τάγματος κρατούν καλά τη γραμμή, και η διοίκηση του συντάγματος διατάσσει μία διμοιρία του 3ου λόχου με διμοιρίτη τον ανθυπολοχαγό Κοεμτζή Σωτήρη – μέλος της διμοιρίας ήταν και ο Άνθος – να κάνει αναγνωριστική επίθεση, εισερχόμενη μέσα στην Αλβανία προς το χωριό Βοζεγκράντ, τέσσαρα χιλιόμετρα από τα σύνορα, για να ανιχνεύσει τις θέσεις των Ιταλών. Οι στρατιώτες προχώρησαν και βρέθηκαν στο χωριό χωρίς μεγάλη αντίσταση, καθώς οι Ιταλοί είχαν αποχωρήσει. Οι χωρικοί τους δέχθηκαν με χαρά, γιατί σχεδόν όλοι τους μιλούσαν ελληνικά, χωρίς να είναι Έλληνες. Παρέμειναν μέχρι την 13η Νοεμβρίου στο χωριό, οπότε έγινε η μεγάλη επίθεση κατά της Κορυτσάς, στην οποία πή¬ρε μέρος και ο κ. Άνθος – την περιγραφή της επίθεσης παραθέτουμε σε επόμενο κείμενο.

Σχετικά με τους Κοζανίτες που επιστρατεύθησαν, ο κ. Άνθος αναφέρει ότι την 23η Αυγούστου 1940 είχαν επιστρατευθεί 14 κλάσεις, δηλαδή από το έτος 1925 ως το έτος 1939. Πολλοί της κλάσεως 1925-1930 επέστρεψαν στην Κοζάνη και παρέμειναν σε διάφορες στρατιωτικές υπηρεσίες, μεταξύ αυτών ήταν ο Γιάννης Ρα-ιττούλης και ο δεκανέας Ευριπίδης Σιώπης, ο οποίος σκοτώθηκε τον Απρίλιο του 1941 όταν βομβαρδίστηκε η Κοζάνη από τους Γερμανούς, και η βόμβα τον βρήκε στο σπίτι της θείας του Φώτου Σιώπη-Τζιάτζιου, αδερφής του ιερέα Ιωάννη Παπασιώπη. Το σπίτι ήταν στην αρχή της σημερινής οδού Ιπποκράτους, καθώς εισερχόμαστε δεξιά.

Στον 3ο λόχο και στο τάγμα που συγκροτήθηκε από Κοζανίτες ο κ. Άνθος θυμάται πολλά ονόματα Κοζανιτών που υπηρετούσαν μαζί. Παραθέτουμε μερικά: Θωμάς Μήλιος, (έμπορος λοχίας σιτιστής, είχε τραυματιστεί αργότερα), Αθανάσιος Κουτσουσίμος (δ/ντής Εθνικής Τράπεζας, βοηθός σιτιστή), Θωμάς Παπαργυρούδης (έμπορος σιτιάρχης), Αθανάσιος Φραντζέζος (αποθηκάριος, γουναράς), Νίκος Κουζιάκης-Κούνας (αποθηκάριος), Βασίλειος Μπάμπος (αυτοκινητιστής) και ο εξάδερφός του Βασίλειος Μπάμπος (ημιονηγοί), Μήτσιος Μπιλιώνης (δεκανέας), Αθανάσιος Βαλταδώρος (ημιονηγός), Θεόδωρος Γκουζγκούνης, Αθανάσιος Καλλιανιώτης (δεκανέας), Αργύριος Καρακλάνης, Λαϊνάς (λοχίας), Κων. Τσαμπούρης, Δημήτριος Κουζιάκης, Σωτήριος Λιόνας (έμπορος), Θεοχάρης Λουμπουτσκός (οικοδόμος), Κουκουλόπουλος (ράφτης, συγγενής του δημάρχου), Γκόμπζτιας, Λιάνας Παν. (τσαγγάρης), Αθανάσιος Καπετάνος (μαραγκός), πατέρας του καθηγητή της Ιατρικής του ΑΠΘ, Γεωργίου Καπετάνου (ορθοπεδικού χειρουργού), Νίκος Καπετάνος, αδερφός του Θανάση, (τεχνουργός συνεργείο γεωργικών μηχανημάτων), Βασίλειος Διάφας (τραυματιοφορέας, υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας), Αθανάσιος Διάφας-Μπλέτσας (δεκανέας, σκοτώθηκε την 20 Νοεμβρίου 1940 στο ύψωμα 1805), Ηρακλής Πλήινας (δεκανέας-οπλοπυροβολητής, σκοτώθηκε στα όρη Κάμνια το τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου), Νικόλαος Ματούλας (τυπογράφος). Επίσης, στον Λόχο Στρατηγείου της 9ης μεραρχίας υπηρετούσαν ως γραφείς οι Κοζανίτες Μάρκος Λιάπης (δ/ντής Αγροτικής Τράπεζας). Γεώργιος Γκιουλέκας (δ/ντής Αγροτικής Τράπεζας), Χρήστος Μεσημέρης (χρηματιστής), Κων. Παπασιώπης (εφοριακός, γιος του Ιερέα Παπασιώπη), Κων. Δελιαλής (έμπορος). Βαγγέλης Ταρτάρας (ξενοδόχος). Οι περισσότεροι που αναφέρονται παραπάνω ήσαν μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου Κοζάνης, και με τη γραφίδα μας τιμούμε τη μνήμη τους.

Το ηθικό των στρατευσίμων, όπως μας λέει ο ένδοξος πολεμιστής του ’40, ήταν ανεβασμένο και όλοι ήσαν έτοιμοι να θυσιαστούν για την ελευθερία της πατρίδας, της οικογένειας και της ορθοδοξίας. Μάλιστα δε έλεγαν εν χορώ στους πολίτες, σας προσκαλούμε για καφέ στην Κορυτσά μας, την ελληνική αυτή πόλη της αρχαίας Ανω Μακεδονίας. Οι μνήμες αυτές έφεραν συγκίνηση στον αφηγητή, καθώς αναθυμήθηκε τους συναδέλφους του που έπεσαν στα πεδία των μαχών, έχυσαν το αίμα τους στα βουνά της Ελληνικής Βορείου Ηπείρου, η οποία δυστυχώς δεν ενώθηκε με τη μητέρα πατρίδα, καθώς οι «σύμμαχοι μας» ξέχασαν τις υποσχέσεις τους. Ο Θεός της Ελλάδας και η Τπέρμαχος Στρατηγός να την προστατεύει από εχθρούς και φίλους.

Στρατιώτες – μαχητές του πολέμου του ’40


ΠΑΡΑΜΟΝΗ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Ο μαχητής της πρώτης γραμμής του Πολέμου
Άνθος συνεχίζει την αφήγηση

Την Κυριακή παραμονή της 28ης Οκτωβρίου (βλ. προηγούμενο κείμενο) είχαν κατέβη στο Νεστόριο από τον καταυλισμό που ήταν στρατοπεδευμένοι στην περιοχή Καστανιές. Απείχε από το Νεστόριο 45 λεπτά με τα πόδια. Ήταν μια πολύ ηλιόλουστη μέρα, αλλά ψυχρή. Μια παρέα στρατιωτών, προσθέτει ο Άνθος, θελήσαμε να περάσουμε ένα ευχάριστο απόγευμα, όσοι δεν είχαμε υπηρεσία στο χωριό Νεστόριο. Για πόλεμο κανείς δεν συζητούσε, γιατί πιστεύαμε ότι μπαίναμε στον χειμώνα και θα ήταν δύσκολο να μας επιτεθούν οι Ιταλοί. Το χωριό Νεστόριο είχε δύο μαχαλάδες, τον άνω και τον κάτω. Εμείς πήγαμε στον άνω, όπου είχε μεγάλο καφενείο και ταβέρνα μαζί. Εκεί βρήκαμε τους Κοζανίτες Κώστα Τσίντζιλη διμοιρίτη-πυροβολητή, τον Βύρωνα Τιάλιο, τον Κων-σταντούλη Στυλιανού (αρχηγό του Ολυμπιακού Κοζάνης), τον Βαγγέλη Τσιμπέρη (ράφτη), τον Νίκο Κουζιάκη, τον Θωμά Τραγιά, τον Μανόλη Σιώμου και άλλους. Ο Τσίντζιλης και ο Τιάλιος είχαν μαζί τους τις κιθάρες και αρχίσαμε να τραγουδάμε πολλά και ωραία-τραγούδια, όπως του Αττίκ, του Χαιρόπουλου, καντάδες του Τσιλίφη κλπ., δημιουργώντας μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, ώστε ήρθαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού και διασκέδασαν μαζί μας. Άλλωστε, πού να ακούσουν τέτοιους καλλίφωνους κανταδόρους και μάλιστα εκεί στα απομονωμένα χωριά των συνόρων. Οι Κοζανίτες, όταν βρεθούν σε παρόμοιες καταστάσεις, δεν χάνουν την ευκαιρία να γλεντήσουν με τον δικό,τους γνωστό τρόπο, προκαλώντας κέφι και χαρά.

Στις 9.30 τη νύχτα, αφού τραγουδήσαμε και χορέψαμε το «έντικα», λέει ο Άνθος, που είναι ο Εθνικός ύμνος των Κοζανιτών, επιστρέψαμε στον καταυλισμό για να είμαστε στις θέσεις μας στο νυχτερινό προσκλητήριο. Απουσίαζαν το βράδυ εκείνο ο υπολοχαγός Βασίλειος Κίτσιος, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Κοζάνης, και οι Ραπτούλης, Σιώπης και Γκουτζιαμάνης, οι οποίοι συνόδευσαν μουλάρια, τα οποία είχαν επιτάξει, και τώρα θα τα παρέδιδαν στους ιδιοκτήτες, για να τα χρησιμοποιήσουν στο όργωμα και στη σπορά των χωραφιών τους. Κατά την 12η νυχτερινή έπιασε μια μεγάλη καταιγίδα, έβρεχε πολύ και φυσούσε, και ό,τι έβρισκε μπροστά τα σήκωνε ο δυνατός αέρας. Πολλές σκηνές είχαν πέσει κάτω, άλλες είχαν γεμίσει μέσα νερά, ξύπνησε όλος ο λόχος και προσπαθούσαμε να συγκρατήσουμε τους πασσάλους και να καθαρίζουμε τα αυλάκια για να φεύγει το νερό. Ευτυχώς, η μπόρα κράτησε μια ώρα και αφού τακτοποιηθήκαμε ξανακοιμηθήκαμε. Αλλά δυστυχώς η νύχτα είχε και όλα απρόοπτα, λέει ο Ανθος. Στις 4.30 το πρωί ακούστηκαν κανονιές με μεγάλη ομοβροντία. Ξυπνάω, και πηγαίνω δίπλα στη σκηνή που έμεινε ο διοικητής του λόχου. Λεγόταν Χρυσομάλλης από τον Βόλο, ήταν ανθυπολοχαγός και είχε εξέλθει από τη σχολή Ευελπίδων τον Μάιο του 1940. Τον ξυπνάω και μαζεύεται σε λίγο το επιτελείο του λόχου. Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα, και αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Το πιο πιθανό οι Ιταλοί να κάνουν γυμνάσια. Σε κανενός του μυαλού δεν πήγαινε η σκέψη ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Αλλά δεν ήταν ιταλικές οι κανονιές, όπως μάθαμε αργότερα, αλλά ήταν από ελληνικό λόχο λόγω κάποιας παρεξηγήσεως. Ένας μάλιστα από τους παριστάμενους είπε ότι οι θόρυβοι αυτοί προέρχονται από τον ποταμό Αλιάκμονα που ήταν κοντά μας, γιατί κατέρχονταν τα νερά με ορμή, μετά την καταιγίδα, παρασύροντας δένδρα και πέτρες, οπότε και προ¬καλούσαν έντονο θόρυβο – ο άνθρωπος είχε άγνοια από πόλεμο. Ξύπνησε όλος ο λόχος, ήδη είχε ξημερώσει. Την ώρα που παίρναμε το τσάι, έφθασε ο λοχίας Περικλής Βαχτσεβάνος, ο οποίος είχε πάει την προηγουμένη στην Καστοριά, για να βγάλει το δόντι του, και μας ανακοίνωσε ότι ο ταγματάρχης Χατζής – καταγόταν από τη Γαλατινή, και υπηρετούσε στο επιτελείο της Μεραρχίας -, του είπε ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Ακούγοντας αυτά οι συνάδελφοι έμειναν προ στιγμήν βουβοί, μετά όμως το στιγμιαίο σοκ, άρχισαν να πετούν τα δίκοχα και να φωνάζουν, «Θα τους φάμε τους μακαρονάδες! Συνάδελφοι την άλλη εβδομάδα θα πιούμε καφέ στην Κορυτσά!». Προφητικοί οι λόγοι των απλών στρατιωτών. Μετά από λίγο ήρθε στο λόχο ο σύνδεσμος από το τάγμα, παραδίδοντας διαταγή στον διοικητή να προχωρήσει ο λόχος προς το χωριό Νικολέρι.

Ξεστήνουμε τις σκηνές μαζεύουμε τα πράγματα, και αρχίζει η πορεία προς τη νέα μας θέση. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και κρύα, όπως είναι η σημερινή, μας λέει ο κ. Άνθος – ήταν η 28η Οκτ. 2001, όταν μας τα αφηγείτο. Μετά από τέσσαρες ώρες πορείας καθίσαμε να ξεκουραστούμε μια ώρα. Βγάλαμε να φάμε σκέτη κουραμάνα, και ο Μαρκόπουλος Σάββας, ο γνωστός μάγειρας, μας είπε ότι θα βράσει ρεβίθια. Δυστυχώς δεν έβρασαν, και βουτήξαμε στον ζωμό το ψωμί, και συνεχίσαμε την πορεία μας. Προηγουμένως όμως μας μοίρασαν από 250 σφαίρες, γιατί είχαμε μαζί μας μόνο 50.

Μετά την εξαντλητική πορεία 14 ωρών μέσα από δύσβατη ορεινή περιοχή, φθάσαμε 11 η ώρα το βράδυ στο ορισθέν σημείο, όπου θα στρατοπεδεύαμε. Δεν στήσαμε σκηνές, τις στρώσαμε κάτω και κοιμηθήκαμε αμέσως, γιατί ήμασταν πολύ κουρασμένοι. Ο διοικητής μας είπε «βουλευτείτε όπως μπορείτε». Τα στοιχεία της φύσεως μας δημιούργησαν νέα κατάσταση, προτού να προλάβουμε να ξεκουραστούμε. Στη 01.00 μετά τα μεσάνυχτα έπιασε δυνατή βροχή. Πεταγόμαστε όλοι επάνω και προσπαθούμε μέσα στη βροχή και στο πυκνό σκοτάδι να στήσουμε τα αντίσκηνα, για να προφυλαχτούμε από τη βροχή. Παιδευτήκαμε ένα δίωρο και πλέον. Το πρωί η βροχή σταμάτησε, βγήκε ήλιος και τακτοποιήσαμε τα πράγματα μας για προσωρινή εγκατάσταση. Ο Σάββας ο μάγειρας βρήκε ένα ρυάκι εκεί κοντά, γέμισε ένα καζάνι και έβρασε τσάι. Το τσάι αυτό μαζί με σταφιδίνη μας φάνηκε μετά την ολονύχτια ταλαιπωρία θαυματουργό θεραπευτικό φάρμακο. Μέχρι στιγμής δεν είχαμε καμία συνάντηση με τον εχθρό, καίτοι είχαν περάσει δύο μέρες από την επίθεση που δέχθηκε το μέτωπο της Ηπείρου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας (30 Οκτωβρίου) αρχίζει να βρέχει ασταμάτητα, και κράτησε δύο μέρες – «έριχνι μι τα καρδάρια τ’ βροχή». Δεν μπορούσαμε να βγούμε από τις σκηνές. Τη δεύτερη μέρα της βροχής κατά τις 9.00 η ώρα το βράδυ και για μισή ώρα έπεφταν πυρά συνεχόμενα. Μη γνωρίζοντας από πού προέρχονται, υποθέσαμε ότι οι Ιταλοί μας επιτίθενται. Σε επικοινωνία που είχε ο διοικητής του λόχου με το τάγμα, τον πληροφόρησαν ότι τα πυρά ήταν δικά μας, και ότι κάποιο λάθος έχει γίνει. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, και επόμενο ήταν να δημιουργούνται τέτοια λάθη.

Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου ήρθε ο συνταγματάρχης της προκαλύψεως Πομπορίδης, μας συγκέντρωσε όλους και μας είπε ότι θα μετακινηθούμε προς το φυλάκιο 32 στην πρώτη γραμμή, και να είμαστε ψύχραιμοι, θαρραλέοι και προσεχτικοί, γιατί χθες το βράδυ ξοδεύσαμε πολλά πυρομαχικά λόγω παρεξηγήσεως. Συνέβη το εξής: Ένας στρατιώτης σκοπός είδε να «κινείται το βράδυ κάποια σκιά και να κάνει θόρυβο ανάμεσα σε χαμόκλαδα, φώναξε δύο φορές «αλτ», ο θόρυβος δεν σταμάτησε, και ο σκοπός άρχισε να πυροβολεί, με συνέπεια να αρχίσει να πυροβολεί ο λόχος προκαλύψεως, χωρίς να δέχεται από απέναντι πυρά. Το πρωί διαπιστώθηκε ότι ήταν ένας γάιδαρος, τον οποίο βρήκαν σκοτωμένο – το πρώτο θύμα του πολέμου των εκεί συνόρων. Μας έδωσαν από δύο κουραμάνες, και κατά τις 10.00 το πρωί ξεκινήσαμε για το φυλάκιο 32, όπου φθάσαμε στις 10.00 το βράδυ μετά από 12ωρη πορεία. Οι στρατιώτες του φυλακίου ήσαν επτά, μας παρέδωσαν το φυλάκιο και έφυγαν για τη μονάδα τους. Αφού τακτοποιηθήκαμε, με φώναξε ο λοχαγός, λέει ο ακρίτας πλέον των συνόρων κ. Άνθος, και μου είπε, ότι ο ίδιος θα προχωρήσει για ανίχνευση, ενώ μετά από δύο ώρες να πάρω μαζί μου άλλους δύο στρατιώτες και λίγα τρόφιμα, και να ακολουθήσουμε το μονοπάτι για να τον συναντήσουμε. Στις 02.00 τα μεσάνυχτα παίρνει τον Νίκο Γκούντα και έναν Χαράλαμπο από την Ξηρολίμνη και ξεκίνησαν να συναντήσουν τον λοχαγό. Νύχτα, σκοτάδι πίσσα, άγνωστο το μέρος και βάδιζαν χωρίς προσανατολισμό. Μετά από βάδισμα μιας ώρας συνάντησαν έναν μαύρο όγκο. Ήταν η πυραμίδα διαχωρισμού των συνόρων, και έγραφε επάνω «ΕΛΛΑΣ-ΑΛΒΑΝΙΑ». Δεν συναντήσαμε τον λοχαγό, και αποφασίσαμε να επιστρέψουμε – η κούραση ήταν μεγάλη. Την άλλη μέρα ήρθε ο λοχαγός, και μας είπε ότι είχε πάει προς τη Μεσοποταμία, όπου ήταν στρατοπεδευμένη άλλη μονάδα. Καλεί ο λοχαγός τον διμοιρίτη της πρώτης διμοιρίας Σωτήρη Κοεμτζή και του εκθέτει το σχέδιο του συντάγματος να εισέλθει με τη διμοιρία του στο αλβανικό έδαφος και να κάνει αναγνωριστική επίθεση στο χωριό Βόζεγκραν.

Μέχρι τότε δεν είχαμε ρίξει τουφεκιά. Η διμοιρία αναχώρησε για την αποστολή της, χωρίς τον Ανθό που ανήκε σ’ αυτήν, γιατί ο λοχαγός τον προόριζε για άλλη αποστολή. Το μεσημέρι τον καλεί ο λοχαγός και του δίνει διαταγή να πάρει 24 καραβάνες, να πάει στη Μεσοποταμία να πάρει φαγητό (μακαρόνια), και να ακολουθήσει τα ίχνη της διμοιρίας, και να τους πάει το φαγητό μόνος του χωρίς άλλο στρατιώτη. Κρέμασε τις καραβάνες, από 12 σε κάθε ώμο, και μετά από πορεία τριών ωρών, ανέβηκε και κατέβηκε δύο λόφους, συνάντησε τη διμοιρία, η οποία είχε στρατοπεδεύσει έξω από το χωριό, αφού είχε προηγηθεί μια μικρή ανταλλαγή πυρών με τους εκεί Ιταλούς, οι οποίοι και αποχώρησαν, ενώ τους ακολούθησαν και αρκετοί Αλβανοί από το χωριό. Ευτυχώς δεν είχαν καμία απώλεια ούτε τραυματισμό. Του είπαν όμως ότι τους είχε βομβαρδίσει ιταλικό αεροπλάνο, και δεν είχαν καμία κάλυψη, αλλά ευτυχώς οι βόμβες έπεσαν στο ρέμα, και έτσι δεν είχαν κανένα θύ¬μα. Επιστρέφοντας ο πεζοπόρος και θαρραλέος Άνθος, ακολούθησε την ίδια διαδρομή, και έφθασε στο φυλάκιο στις 11.00 το βράδυ, όπου και ανέφερε στον διοικητή του λόχου τα διαδραματισθέντα κατά την επίθεση, σύμφωνα με όσα του είπε ο διμοιρίτης Κοεμτζής και φίλος του.

Ο λόχος του μαχητή 'Ανθου παρέμεινε στο φυλάκιο 32 μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 1940, καθώς και η διμοιρία του Σωτήρη Κοεμτζή στο χωριό Βόζεγκραν, οπότε και επιτέθηκε όλο το Σύνταγμα για την κατάληψη της Κορυτσάς. Κάνοντας όμως ορισμένες παρατηρήσεις από την αφήγηση αυτή του αειθαλούς σήμερα και πολεμιστή Ανθού, διαπιστώσαμε ότι ο στρατός ήταν πενιχρά εξοπλισμένος, ήταν αναγκασμένος να περπατάει μερόνυχτα, να υπομένει τα στοιχεία της φύσεως, καταιγίδες και αέρηδες του φθινοπώρου, χωρίς να μπορεί κάπου να προφυλαχτεί, χωρίς ενισχυμένο φαγητό, που ήταν απαραίτητο τις μέρες εκείνες, για να διατηρούν τις δυνάμεις τους οι στρατιώτες, αλλά δεν είχαν ούτε και το κανονικό, σκέτες κουραμάνες. Χωρίς επίσης μεταφορικό μέσο, ούτε μουλάρια για τα βουνά εκείνα, όλος ο εξοπλισμός στις πλάτες και στα χέρια των στρατιωτών. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς για το ηθικό και την αντοχή του Έλληνα στρατιώτη του ’40; Και με τις προϋποθέσεις αυτές να νικά; Να λοιπόν γιατί είναι θαύμα και εξυμνήθηκε ο πόλεμος του ’40 ως «έπος» στην παγκόσμια πολεμική ιστορία. Συγχαίρουμε τον πολεμικό μας ήρωα αειθαλή κ. Ανθο Πεσλή και τιμούμε τη μνήμη όλων όσοι έπεσαν για την τιμή της πατρίδας και της ελευθερίας.
΄
Ο πολεμιστής Άνθος (δεξιά) μαζί με τον Αιμίλιο Σασσαρόλι,
 γιο του καθηγητή της μουσικής Εντμόντο Σασσαρόλι, στην Κορυτσά.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1940 ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΟΡΥΤΣΑΣ

Πριν από 68 χρόνια οι πέντε Κοζανίτες στρατιώτες που φαίνονται στη φωτογραφία – ανήκαν όλοι στο τάγμα των Κοζανιτών με διοικητή τον Κοζανίτη ταγματάρχη Σιακαβάρα Δημήτριο – συμμετείχαν στον πόλεμο του ’40, και μάλιστα στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αντιμετωπίζοντας όλες τις επιθέσεις των Ιταλών, αλλά ακόμη και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, με χιόνια και παγωνιές, έχοντας έτσι να αντιπαλέψουν συγχρόνως δύο εχθρούς. Δεν τους επηρέασε τίποτε από όλα αυτά, διότι αγωνίζονταν για την ελευθερία της πατρίδας, και με υψηλό φρόνιμα και Κοζανίτικη λεβεντιά εισήλθαν μαζί με τα άλλα παλικάρια θριαμβευτές στην Κορυτσά, το προπύργιο αυτό του Ελληνισμού, μεταφέροντες στους Βορειοηπειρώτες το μήνυμα της νίκης και την αγάπη της μητέρας πατρίδας. Σ’ αυτούς τους γενναίους Έλληνες που δεν κάμφθηκαν από τις πολλές αντιξοότητες, που αντιμετώπισαν από τα διάφορα καθεστώτα του αλβανικού κράτους, αλλά διατήρησαν ανέπαφη την ελληνικότητα τους. Αυτό φάνηκε, εκτός των άλλων, και από τις ελληνικές σημαίες που ύψωσαν στα σπίτια τους με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων, όπως αφηγείται ο γενναίος πολεμιστής Άνθος Πεσλής. Δυστυχώς, όμως κράτησε για λίγο η μεγάλη τους χαρά και η πίστη τους ότι δεν θα αποχωριστούν πλέον από τον κορμό της μητέρας πατρίδας, και επανήλθε και πάλι το σκότος σε χειρότερη μορφή, και επικράτησαν πενήντα χρόνια τυραννίας και αποκλεισμού από κάθε επαφή με τα αδέρφια τους τους Έλληνες. Παρ’ όλα αυτά, η ψυχή τους μπορεί να έκλαιγε, αλλά δεν ράγισε, διατήρησε το μεγαλείο της φυλής, που είναι αναλλοίωτο ανά τους αιώνες.

Οι πέντε στρατιώτες της φωτογραφίας, που είναι βγαλμένη στην Κορυτσά, είναι από δεξιά: Αλέκος Πλιάκης ή Διδασκάλου, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Κοζάνης. Μάλιστα η γυναίκα του μας είχε στείλει στην εκδήλωση για τα 70 χρόνια του Ολυμπιακού που έγινε το 1999 μια φωτογραφία με τους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού το 1928. Ήταν ταχυδρόμος στο τάγμα και ως πολίτης υπάλληλος του δημοσίου ταμείου. Σιαφάρας Νικόλαος, που εργαζότανε στην ασβεστοποιία του Καρμαζή. Ακόμη, Κουκουλίκας Φώτιος, εργάτης, Κυριάκου Κων., μαραγκός, Καραπέτσας Ιωάννης, μάγειρας, ζούσε στη Νάουσα. Δεν βρίσκεται σήμερα κανείς εν ζωή. Οι μαχητές του έπους του ’40 αναπαύονται εν Κυρίω.




από τον Πρωϊνό Λόγο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου