Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Η μεγάλη απάτη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

Δεν είναι όμορφα όλα αυτά τα πανέλα των φωτοβολταϊκών που καλύπτουν όλες τις στέγες των σούπερ-μάρκετ μας και των στεγάστρων των πάρκινγκ μας, όλες αυτές οι ανεμογεννήτριες που ομορφαίνουν τον ορίζοντα των περιοχών μας; Είμαι ενθουσιασμένος που όλα αυτά σας αρέσουν, γιατί είναι δικά σας. Τέλος πάντων, έπρεπε να είναι μιας και τα πληρώσατε, και πολύ ακριβά μάλιστα, μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος. Και το χειρότερο, επειδή τα πληρώσατε χωρίς λόγο (για το τίποτα).



Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο με προκαταλήψεις. Έτσι, αν πω «πετρέλαιο» αυτό θα σας φέρει στο νου καλοντυμένους ανθρώπους με πούρο που κερδίζουν δισεκατομμύρια μολύνοντας τον πλανήτη. Και αν σας πω «πυρηνικά» θα σκεφτείτε ένα δυνατό λόμπυ τεχνοκρατών και στρατιωτικών. Αλλά αν σας πω «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», θα φανταστείτε ευγενικούς οικολόγους που χτίζουν τους ανεμόμυλούς τους και τα ηλιακά τους πανέλα καλοπροαίρετα για το καλό όλων. Τί Λάθος! Το περιβάλλον – ο όρος πρέπει να αποδοθεί με την έννοια που του δίνουν στις σελίδες περιοδικών ποικίλης ύλης – των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το περιβάλλον των καζίνο: το χρήμα ρέει άφθονο, οι νόμοι παρακάμπτονται με χάρη και σταθερότητα…… και στο τέλος είναι τα κορόϊδα που πληρώνουν.

Για να καταλάβει κανείς πώς δουλεύει το σύστημα, πρέπει πρώτα να ξεκινήσει από μια λανθασμένη ιδέα. Μια λανθασμένη ιδέα όμως που επαναλαμβάνεται συνεχώς από κάθε είδους τσαρλατάνους του τύπου Rifkin και που, εντελώς αθώα, αναπαράγεται από τους πολιτικούς μας σαν ευαγγέλιο. Αυτή η ιδέα είναι που θεωρεί τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πολύ φτηνές, σχεδόν «τσάμπα» («δωρεάν»). Πώς φτάνουμε σε έναν τέτοιο παραλογισμό; Ε λοιπόν, η εξήγηση είναι αυτή που αφελώς έδωσε ο Hulot σε ένα ακόμα πέρασμά του από την France Inter. Τί μας λέει; Ότι το ηλεκτρικό ρεύμα από τα αιολικά είναι δωρεάν αφού «με το που φτιάξετε ένα αιολικό, το ηλεκτρικό ρεύμα δεν σας στοιχίζει τίποτα». Το πρόβλημα με αυτή την λογική είναι ότι πρέπει να κατασκευάσετε το αιολικό σας και αυτό κοστίζει. Και επειδή το αιολικό σας έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής, το κόστος κατασκευής πρέπει να αποσβεστεί από το σύνολο των κιλοβατωρών που θα παράγει το αιολικό σας όσο θα είναι χρήσιμο. Και όταν διαιρέσετε το κόστος κατασκευής και συντήρησης του αιολικού σας με το νούμερο των kWh που θάχει παράγει, θα φτάσετε σε μια τιμή σχετικά αυξημένη, που κυμαίνεται από 80 με 120 euro/MWh, ανάλογα με την περιοχή και τον τύπο των ανεμογεννητριών.

Οι οικονομολόγοι έχουν δημιουργήσει δύο έννοιες για να περιγράψουν αυτή την κατάσταση: το συνολικό κόστος (coût complet) και το οριακό κόστος (coût marginal), Το συνολικό κόστος βρίσκεται διαιρώντας το σύνολο των εξόδων – επένδυση, συντήρηση, κλπ – με το σύνολο της παραγωγής κατά τη διάρκεια ζωής της εγκατάστασης. Το οριακό κόστος είναι το χρηματικό ποσό που πρέπει να ξοδέψετε για να φτιάξετε το λιγότερο μια ακόμα μονάδα παραγωγής. Ή αν προτιμάτε, τα χρήματα που θα εξοικονομούσατε αν κατασκευάζατε μια μονάδα παραγωγής λιγότερη. Για να σας δώσω μια ιδέα, φανταστείτε το αυτοκίνητό σας: το συνολικό κόστος για κάθε χιλιόμετρο που διατρέξατε υπολογίζεται διαιρώντας τον αριθμό των χιλιομέτρων που κάνατε με το αυτοκίνητό σας σε όλη τη διάρκεια ζωής του με το άθροισμα του κόστους αγοράς, των ελέγχων, των επισκευών, της ασφάλισης, της βενζίνης, κλπ. Το οριακό κόστος του χιλιομέτρου είναι αυτό που θα σας χρειαζόταν για να μπορέσετε να τρέξετε ένα χιλιόμετρο ακόμα: ορίζεται ουσιαστικά από το κόστος της βενζίνης και την μηχανική φθορά. Δεν θα συμπεριλάβουμε την ασφάλιση, το πάρκινγκ, τους περιοδικούς ελέγχους… μιας και αυτά τα έξοδα είναι ανεξάρτητα από τον αριθμό των χιλιομέτρων που διατρέξατε.

Στην ηλεκτροπαραγωγή, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του συνολικού κόστους και του οριακού, ανάλογα με το μέσο παραγωγής. Έτσι, για παράδειγμα, μια κεντρική μονάδα παραγωγής με μαζούτ ή κάρβουνο έχει χαμηλό συνολικό κόστος – πρόκειται για εγκαταστάσεις σχετικά απλές και εύκολες στην συντήρηση – σε σχέση με το οριακό κόστος: δηλαδή είναι το κόστος του καυσίμου το σημαντικό για τα έξοδα, και το ποσό του καυσίμου που καταναλώνεται είναι ευθέως ανάλογο με την παραγωγή. Από την άλλη, έχουμε μια πυρηνική εγκατάσταση παραγωγής, στην οποία το οριακό κόστος είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με το συνολικό κόστος. Το κόστος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζεται κυρίως από τα έξοδα κατασκευής, μιας και το καύσιμο είναι πολύ φθηνό. Και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Ε! λοιπόν πλησιάζουν περισσότερο τα πυρηνικά εργοστάσια παρά αυτά που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα. Είναι το κόστος της επένδυσης που καθορίζει το συνολικό κόστος, αφού το κόστος του «καυσίμου» (ο ήλιος, ο άνεμος, τα κύματα κλπ) είναι μηδενικό. Το οριακό κόστος προσδιορίζεται μόνο από τα έξοδα συντήρησης.

Αυτό που κάνουν ο Rifkin ή ο Hulot, είναι να μπερδεύουν το οριακό κόστος ανά kWh με το αντίστοιχο συνολικό κόστος. Αυτό είναι εντελώς ατυχές, αφού το ποσό που πληρώνετε μέσω του λογαριασμού ρεύματος με την πάροδο του χρόνου είναι το συνολικό κόστος και όχι το οριακό κόστος. Αυτό όμως επιτρέπει στους τσαρλατάνους να ισχυρίζονται ότι σε μια θαυμαστή κοινωνία ο καθένας «θα μπορεί να παράγει την ενέργειά του δωρεάν» και διάφορες άλλες μπαρούφες. Ή ότι το συνολικό κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – εκτός των υδροηλεκτρικών – είναι εξαιρετικά χαμηλότερο από το συνολικό κόστος άλλων μέσων παραγωγής. Έτσι, όσον αφορά το συνολικό κόστος, η πιο οικονομική ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από την κατασκευή φραγμάτων (20-40 € / MWh), με καύση άνθρακα ή ουρανίου (40-60 €/MWh), με καύση φυσικού αερίου (60-80 €/MWh) και μόνο στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τον άνεμο στην ξηρά (αιολικά ξηράς) (80-120 €/MWh) ή της θάλασσας (180-200 €/MWh) ή παίρνοντας ενέργεια από τον ήλιο (180-500 €/MWh). Το βλέπουμε, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι στο τέρμα της λίστας. Για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που υποτίθεται ότι είναι “σχεδόν τζάμπα”, απέχουμε πολύ στον λογαριασμό.

Και πάλι, το κόστος αυτό δεν λαμβάνει υπόψη το ιδιαίτερο πρόβλημα που χαρακτηρίζει την ηλεκτρική ενέργεια, αντίθετα από άλλες μορφές ενέργειας, το ότι δεν αποθηκεύεται, με οικονομικά εφικτό τρόπο, σε μεγάλες ποσότητες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παράγεται τη στιγμή που την έχει ανάγκη ο καταναλωτής. Ή αλλιώς, το πρόβλημα με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως ο άνεμος και ο ήλιος, συνίσταται στο ότι δεν είναι διαθέσιμες στην ζήτηση. Ο άνεμος είναι ακανόνιστος (τυχαίος), και μάλιστα εάν ακολουθήσει κανείς τη λογική ότι με την επέκταση μπορεί αυτή η τυχαιότητα να μειωθεί (1), αυτή παραμένει σημαντική.

Μια μεγάλη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ηλεκτρικό σύστημα προϋποθέτει ότι οι καταναλωτές αποδέχονται τις διακοπές ρεύματος – εντελώς απατηλό – ή έχουν αρκετά μέσα συμβατικής παραγωγής ετοιμοπόλεμα να αναλάβουν ανά πάσα στιγμή την υποστήριξη (εφεδρείες) – πράγμα ακριβό. Για να βρει κανείς το πραγματικό συνολικό κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει να προσθέσει το κόστος που συνδέεται με την διαλείπουσα φύση των ΑΠΕ, κάτι που κανένας από τους παραπάνω τσαρλατάνους – και άλλοι που δεν έχω το χρόνο να απαριθμήσω, δεν κάνουν.

Ναι αλλά, θα μου πείτε, πώς γίνεται και αυτές οι πηγές ενέργειας αναπτύσσονται τόσο γρήγορα, στην Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη; Γιατί, μέσα στον φιλελεύθερο κόσμο όπως η χώρα μας, οι άνθρωποι επενδύουν σημαντικά κεφάλαια για να παράγουν τόσο ακριβό ρεύμα, ενώ υπάρχουν τρόποι πολύ λιγότερο ακριβοί για να καταλήξουν στο ίδιο αποτέλεσμα; Οι καπιταλιστές τρελάθηκαν; Ή είναι τόσο αφοσιωμένοι στην προστασία του περιβάλλοντος ώστε να είναι έτοιμοι να χάσουν χρήματα στο όνομά του;

Μιας και μπαίνει το ερώτημα, η απάντηση είναι: παραφράζοντας τον Βολταίρο, όταν βλέπετε έναν καπιταλίστα να πηδάει απ’ το παράθυρο, πηδήξτε πίσω του και σεις. Σίγουρα υπάρχει κέρδος. Εάν οι άνθρωποι επενδύουν στις ΑΠΕ, είναι σίγουρο ότι θα κερδίσουν χρήματα. Όλο το θέμα είναι να καταλάβει κανείς από πού βγαίνουν αυτά τα χρήματα. Η απάντηση είναι χωρίς έκπληξη: αυτά τα χρήματα βγαίνουν από τις τσέπες σας, μέσω ενός αρκετά πολύπλοκου συστήματος υποτιθέμενων δημόσιων επιδοτήσεων που καλύπτει την διαφορά ανάμεσα στην τιμή της αγοράς του ρεύματος (σήμερα περίπου στα 35 €/MWh) και το κόστος παραγωγής από ΑΠΕ, “επιτρέποντας έτσι μια λογική απόδοση των κεφαλαίων επένδυσης”, για να χρησιμοποιήσουμε την κανονική ορολογία της ΡΑΕ, απόδοση που σήμερα ορίζεται στο 6 με 9%. Ξεκινώντας από μια τέτοια απόδοση, το κράτος υπολογίζει ένα σταθερό feed-in tariff (εγγυημένη τιμή), που σας προσφέρεται για ολόκληρη τη διάρκεια ζωής του ηλιακού ή αιολικού σας πάρκου.

Με άλλα λόγια, ας υποθέσουμε ότι επενδύετε μερικά εκατομμύρια ευρώ σε ένα αιολικό πάρκο. Θα έχετε το δικαίωμα μιας εγγυημένης τιμής – “ feed-in tariff ”, στην οποία ο διαχειριστής, η EDF είναι υποχρεωμένη να αγοράσει το παραγόμενο ρεύμα σας- τιμή, η οποία σήμερα είναι καθορισμένη στα 90 €/MWh και η οποία σας επιτρέπει να έχετε μία απόδοση πάνω από 6% στο επενδυμένο κεφάλαιό σας. Με άλλα λόγια, η EDF είναι υποχρεωμένη από το νόμο να αγοράσει το παραγόμενο από σας ρεύμα στα 90 €/MWh, ενώ μπορούσε να προμηθευτεί την ίδια ποσότητα ρεύματος από την αγορά χονδρικής με μόνο 35 €/MWh. Ποιός πληρώνει τη διαφορά; Ε! Λοιπόν, είναι ο καταναλωτής ηλεκτρικού ρεύματος που αποζημιώνει την EDF. Για κάθε MWh που θα παράγεται από τα δικά σας αιολικά, η EDF θα σας δίνει 90 € και θα λαμβάνει από το κράτος μία αποζημίωση 55 € που θα χρηματοδοτείται από έναν φόρο στο ηλεκτρικό ρεύμα. Και αν η τιμή ρεύματος στην χονδρική πέσει ας πούμε στα 20 €/MWh; Κανένα πρόβλημα, ο παραγωγός δεν παίρνει κανένα ρίσκο: ο καταναλωτής ρεύματος θα είναι ενθουσιασμένος να αναλάβει το μερίδιο αποζημίωσης που αναλογεί, των 70 €/MWh. Και αυτή η επιδότησή σας είναι εγγυημένη για ολόκληρη τη ζωή των αιολικών σας ή των φωτοβολταϊκών σας, για 15 με 20 χρόνια, ανάλογα με τα συμβόλαια.

Δεν με πιστεύετε; Πάρτε τον λογαριασμό του ηλεκτρικού στα χέρια σας: θα βρείτε ανάμεσα σε ένα κάρο από ακατανόητες σειρές, μία που θα έπρεπε να τραβήξει την προσοχή σας: εμφανίζεται σαν «Συμμετοχή στην δημόσια χρήση ηλεκτρικού ρεύματος» (« Contribution au service public de l’électricité » ή CSPE για συντομία). Αυτή η συμμετοχή πληρώνει διάφορα πράγματα: το ένα τέταρτο αφορά στην εξισορρόπηση μεταξύ περιοχών και σε κοινωνικά τέλη. Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα, δηλαδή περίπου 5 δις € ανά έτος για το 2015, πηγαίνουν στην επιδότηση των ΑΠΕ (2). Και όσο οι ΑΠΕ αναπτύσσονται, τόσο η επιβάρυνση του CSPE αυξάνει. Στην Γερμανία το CSPE έχει ξεπεράσει τα 50 €/MWh, και αν στην Γαλλία εξακολουθεί να είναι στα 14 €/MWh, αυτό το ποσό θα αυξηθεί ραγδαία μέσα στα επόμενα χρόνια – ο νόμος καθορίζει την ελάχιστη αύξηση των 3 €/MWh ανά έτος – λαμβάνοντας υπόψη τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα που είναι υπό κατασκευή.

Σ’ αυτή την χαριτωμένη κατάσταση προστίθεται μια ακόμα, ακόμα πιο διεστραμμένη: η προτεραιότητα έγχυσης στο δίκτυο. Κανονικά, η κλασσική λογική των δικτύων ηλεκτρισμού βασιζόταν στην εισαγωγή στο δίκτυο των μονάδων παραγωγής “με βάση την οικονομικότερη προσφορά”. Κάθε πρωί, ο λειτουργός του δικτύου κάνει έναν κατάλογο των διαθέσιμων μέσων παραγωγής ταξινομημένων με σειρά αύξησης της τιμής ανά kWh. Και όταν η κατανάλωση ανεβαίνει – για παράδειγμα τις ώρες αυξημένης ζήτησης μέσα στη μέρα – ο λειτουργός του δικτύου καλεί διαδοχικά την είσοδο των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα με βάση την σειρά κατάταξής τους. Η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει την οικονομική βελτιστοποίηση του συστήματος, εφόσον ανά πάσα στιγμή λειτουργούν περισσότερο οι πιο φθηνές μονάδες παραγωγής. Από μόνη της η εφαρμογή αυτού του μέτρου θα έκανε τις ΑΠΕ να μην μπορούν να μπουν ποτέ στο σύστημα, αφού βρίσκονται στην ακριβότερη πλευρά του καταλόγου κατάταξης…. το οποίο όμως δεν συμβαίνει: μια κοινοτική οδηγία – που οφείλει πολλά στο λόμπυ των ΑΠΕ, ιδιαίτερα ισχυρό στην Γερμανία – δίνει την προτεραιότητα εισόδου στο δίκτυο των ΑΠΕ, με όλες τις άλλες μονάδες παραγωγής να περνάνε πίσω (πιο κάτω) στην «λίστα».


Αυτό το σύστημα έχει ένα πασιφανώς διαστροφικό αποτέλεσμα. Με τις ελκυστικές επιδοτήσεις, κατασκευάζονται στην Ευρώπη αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα οπουδήποτε – η αλήθεια είναι ότι αυτό γίνεται περισσότερο στην Γερμανία απ’ ότι στην Γαλλία, όπου υπάρχουν ισχυρά διοικητικά και κοινωνικά εμπόδια αποδοχής. Αυτό καταλήγει στο να υπάρχει μαζική προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας που επιπλέον έχει προτεραιότητα εισόδου (έγχυσης) στο δίκτυο. Μια τέτοια υπερπροσφορά πιέζει τις τιμές της αγοράς προς τα κάτω, γεγονός που φυσικά δεν ενοχλεί καθόλου τους παραγωγούς ρεύματος από ΑΠΕ, αφού οι επιδοτήσεις τους προσαρμόζονται έτσι ώστε να καλυφθεί η πτώση της τιμής και οι οποίοι φυσικά δεν έχουν κανένα λόγο να σταματήσουν τις κατασκευές νέων μονάδων ΑΠΕ. Αλλά με τόσο χαμηλές τιμές, ποιός θα επενδύσει σε συμβατικές μονάδες παραγωγής; Ποιός θα κατασκευάσει μια κεντρική μονάδα φυσικού αερίου που θα δουλεύει μερικές εκατοντάδες ώρες τον χρόνο; Ωστόσο αυτές οι μονάδες είναι απαραίτητες για την ασφάλεια του ηλεκτρικού συστήματος, αφού χρειάζεται να εξασφαλιστεί η εξισορρόπηση ανάμεσα στην προσφορά και την ζήτηση όταν ο ήλιος φεύγει και ο άνεμος πέφτει. Πρέπει λοιπόν να υπάρξουν κι άλλες επιδοτήσεις, που αυτή τη φορά θα αφορούν αποκλειστικά στην εξασφάλιση της επιβίωσης συμβατικών μονάδων. Έτσι λοιπόν επιδοτούνται το φυσικό αέριο, το κάρβουνο, το μαζούτ…. και πάλι σε βάρος του καταναλωτή. Ακριβώς αυτό είναι που εξηγεί τα παράδοξα αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Γερμανίας όπου η μαζική ανάπτυξη των ΑΠΕ συνοδεύεται από μια αύξηση στις εκπομπές CO2, ενώ ταυτόχρονα η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας γίνεται εντελώς δυσλειτουργική με τις τιμές «σποτ» να είναι πολλές φορές αρνητικές.

Αυτή η ιδέα της «αρνητικής τιμής» μπορεί να φαίνεται περίεργη, αλλά βασίζεται στην ιδιαιτερότητα της δομής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μιας αγοράς όπου ανταλλάσσεται ένα προϊόν που δεν αποθηκεύεται και του οποίου η παραγωγή πρέπει ανά πάσα στιγμή να ισούται με την κατανάλωση. Βασίζεται ακόμα στους επιβεβλημένους από τα λόμπυ των ΑΠΕ κανόνες που εξαναγκάζουν τους διαχειριστές του δικτύου να αγοράζουν το συνολικά παραγόμενο ρεύμα τους. Τί γίνεται λοιπόν όταν η παραγωγή υπερβαίνει την κατανάλωση; Ή πληρώνεται ο παραγωγός ώστε να σταματήσει να παράγει ηλεκτρικό ρεύμα, ή πληρώνεται ο καταναλωτής να καταναλώνει επιπλέον ρεύμα. Έτσι λοιπόν φτάνουμε σε μια «αρνητική τιμή» της ηλεκτρικής ενέργειας…

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Όπως συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με την απόσπαση της προσοχής. Όσο οι «δημοσιογράφοι ερευνητές» – φαίνεται ότι υπάρχουν και τέτοιοι – ήταν απασχολημένοι να αποκαλύψουν τα κακώς κείμενα του πυρηνικού λόμπυ ή του λόμπυ του πετρελαίου, το λόμπυ των ΑΠΕ είχε την απόλυτη ευχέρεια να επιβάλει, στις Βρυξέλλες και αλλού, την ιδεολογία ότι δεν υπάρχει σωτηρία πέρα από τις ΑΠΕ, και ότι αυτός ο στόχος δικαιολογεί όλες τις δαπάνες, ακόμα και τις πιο παράλογες. Η μαφία των ΑΠΕ χρησιμοποίησε καταρχήν τις αντιπυρηνικές φοβίες που συντηρούσαν οι οικολόγοι, αλλά στη συνέχεια και μια καθόλου αμελητέα μερίδα των πολιτικών ΜΜΕ, τροφοδοτώντας την εναλλακτική παραγωγή ενέργειας που θα έκανε τα σχέδια τους για «έξοδο από τα πυρηνικά» αξιόπιστα, κρύβοντας επιμελώς το κόστος μιας τέτοιας «εναλλακτικής». Έτσι, για παράδειγμα, τα σενάρια που πρότεινε η “Négawatt” – ψηλά στην ιεραρχία του λόμπυ των ΑΠΕ στην Γαλλία – ενσωμάτωναν ένα σημαντικό (κυρίαρχο) μέρος των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τηρώντας όμως επιφυλακτικά σιγή ιχθύος σχετικά με το κόστος αυτής της επιλογής. Μια επιφυλακτικότητα που βασιζόταν στην παλιά τακτική του πνευματικού εκφοβισμού: ποιός θα τολμούσε να μιλήσει για χρήματα, όταν διακυβεύεται το μέλλον του πλανήτη; Οι οικολόγοι, συνήθως πολύ προσεκτικοί στη χρήση του δημόσιου χρήματος, χρησιμοποίησαν μια παρόμοια λογική για την συστηματική υποστήριξη επιλογών, πιο γενναιόδωρων από άλλες, που επέτρεψαν στους βιομήχανους των ΑΠΕ – και ιδιαίτερα στους Κινέζους κατασκευαστές φωτοβολταϊκών πάνελ (3)– να γεμίσουν τις τσέπες τους. Παρ’ όλα αυτά τα κόστη είναι εκεί και είναι τεράστια.

Ακόμα και οι Γερμανοί που ήταν συνεπαρμένοι με την «energiewende” τους – με την έξοδο από τα πυρηνικά και την μαζική ανάπτυξη των ΑΠΕ – παραδέχονται σήμερα την καταστροφή και ψάχνουν απεγνωσμένα να ελέγξουν το τέρας που δημιούργησαν.

Σε λίγο, θα έχουμε ξοδέψει σε επιδοτήσεις των ΑΠΕ στην Γαλλία περισσότερο απ’ όσο κόστισε το γαλλικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η διαφορά είναι ότι τότε επρόκειτο για μια επένδυση: οι 58 αντιδραστήρες μας στοίχησαν 80 δις ευρώ, αλλά τελικά είχαμε 58 αντιδραστήρες που η παραγωγή τους υπερκάλυψε το αρχικό κόστος. Για τις ΑΠΕ, σε εθνικό επίπεδο, θα έχουμε ξοδέψει περίπου 70 δις ευρώ όχι επενδύοντας, αλλά ίσα–ίσα για να καλύψουμε την διαφορά κόστους της kWh από ΑΠΕ με τη κόστος της kWh από άλλες πηγές παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Ποτέ η εθνική κοινότητα δεν θα βγάλει ούτε μια δεκάρα. Αυτά τα χρήματα δεν θα έχουν χρησιμεύσει σε τίποτα, παρά μόνο να κάνουν τεχνητά κερδοφόρα μια παραγωγή αντιοικονομική. Για το κοινωνικό σύνολο, θα είναι χρήματα πεταμένα απ’ το παράθυρο. Για τους επενδυτές των ΑΠΕ, μια σημαντική πηγή κέρδους.

Και βέβαια, δεν πρόκειται να ακούσετε να καταγέλλεται αυτή η τεράστια απάτη από τα ΜΜΕ. Κανένα «ΑΠΕland» στο κανάλι Arte, καμία έρευνα από την Monique Robin, …………………….. (η υπόλοιπη παράγραφος παραλείπεται γιατί περιέχει λεπτομέρειες που είναι ακατανόητες στους έλληνες αναγνώστες).

Είναι, αντίθετα με αυτό που πιστεύουν τα κορόϊδα, το να φτύνεις το «πυρηνικό λόμπυ» χωρίς κίνδυνο: σήμερα, δεν είναι παρά ένας χάρτινος τίγρης. Το λόμπυ των ΑΠΕ, είναι μια άλλη κομπίνα: αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο έχουν πολλά χρήματα, αλλά και δεσμούς με τα ΜΜΕ και δυνατούς πολιτικούς. Ποιός υπουργός, ποιός πρόεδρος θα πάρει την απόφαση να σταματήσει αυτή την απάτη με το ρίσκο να «σταυρωθεί» από τα ΜΜΕ; Θέλετε μια απεικόνιση ; Ε! Λοιπόν, να ένα θέμα να σκεφτείτε: στο πλαίσιο μιας οικονομικής κρίσης, όπου κόβονται όλοι οι προϋπολογισμοί, όπου είναι δύσκολο να βρεθεί ένα πρόγραμμα επένδυσης που δεν θα μειωθεί ή σταματήσει, υπάρχει ένας τομέας όπου οι προϋπολογισμοί δεν μειώνονται, όπου οι επιδοτήσεις παραμένουν και μάλιστα αυξάνουν, όπου τα έργα επιταχύνονται….. χρειάζεται να σας το ζωγραφίσω;
Descartes

(1) Το αποτέλεσμα της επέκτασης προκύπτει από το γεγονός ότι τα αιολικά δεν τοποθετούνται όλα σε μια γεωγραφική περιοχή: όταν ο άνεμος «πέφτει» σε μια περιοχή, θα συνεχίσει να φυσάει σε μια άλλη και, επομένως, μεσοσταθμικά ένα γεωγραφικά πολύ εκτεταμένο σύστημα μπορεί να έχει μια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας πολύ λιγότερο ακανόνιστης απ’ ότι κάθε πάρκο που περιλαμβάνει χωριστά. Δυστυχώς και αυτή η επιχειρηματολογία έχει τους περιορισμούς της: για να είναι η επέκταση αποτελεσματική, θα πρέπει κατάσταση των ανέμων στα διαφορετικά μέρη να μην έχει καμιά συσχέτιση. Ή, στην κλιμακα της κεντρικής Ευρώπης, όπου αυτό δεν ισχύει, δεν είναι οικονομικά εφικτή η μεταφορά του ρεύματος σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Είναι αρκετά συχνό να υπάρχει μια κατάσταση σχετικής άπνοιας στο σύνολο της δυτικής Ευρώπης και, ακόμα πιο συχνά στην κλίμακα της Γαλλίας, οπότε σε τέτοια περίπτωση δεν βοηθάει καθόλου η εκτεταμένη τοποθέτηση αιολικών.

(2) Και ακόμα, η συμμετοχή δεν καλύπτει το σύνολο του κόστους. Γι αυτό το Κράτος έχει δημιουργήσει μια τρύπα χρέους προς την EDF – γιατί η EDFείναι που αγοράζει το επιδοτούμενο ρεύμα και στη συνέχεια εξοφλείται για την διαφορά στο CSPE – που φτάνει τα 6 δις ευρώ. Η επιβάρυνση αυτού του χρέους υποστηρίζεται, όπως εξυπακούεται, από τους καταναλωτές του ηλεκτρικού ρεύματος…

(3) Κινέζοι κατασκευαστές που συχνά δεν επανήλθαν. Θυμάμαι να έχω συζητήσει με έναν από αυτούς που αρνιόταν να πιστέψει ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να ασκούν μια τόσο παράλογη και καταστροφική πολιτική και οι οποίοι ήθελαν με κάθε κόστος να βρουν το αντικειμενικό μυστικό αυτής της πολιτικής επιλογής…. φτωχέ μου άνθρωπε που δεν έχεις ακόμα καταλάβει ότι όταν εξετάζουμε τις ευρωπαϊκές πολιτικές δεν πρέπει να συγχέουμε τον λήθαργο με την στρατηγική…




Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο « Le blog de descartes» 
kokinokamini.blogspot

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου