Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Μνήμες Φανού

"Αγαπώ ένα χελιδόνι, που η μαμά του το μαλώνει, το μαλώνει και το βρίζει, την καρδούλα του ραγίζει...". Τα αποκριάτικα τραγούδια άρχισαν κι όλας να ακούγονται στην Κοζάνη που, όπως κάθε χρόνο, ετοιμάζεται για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις της.
Ο πυρετός της προετοιμασίας είναι μεγάλος. Τα ειδικά συνεργεία δουλεύουν πυρετωδώς από καιρό για να ετοιμάσουν τα άρματα για τη μεγάλη παρέλαση κι οι γειτονιές στήνουν τους "οντάδες" και τα "κονάκια" τους για να φιλοξενήσουν τους επισκέπτες των φανών τους.

Η πόλη βρίσκεται στο πόδι για να υποδεχτεί τους εκατοντάδες επισκέπτες που θα καταφθάσουν εκεί για να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν τις τελευταίες μέρες της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα.

της Δήμητρας Παπαναστασίου

Ο βασιλιάς Καρνάβαλος θα κάνει θριαμβευτική την είσοδό του στην πόλη δίνοντας το σύνθημα για το μεγάλο ξεφάντωμα. Χαρούμενες φωνές, μασκαράδες, κομφετί, σερπαντίνες, χοροί στους δρόμους και στην πλατεία, η "Πανδώρα" στις δόξες της (δε νοείται κοζανίτικο καρναβάλι χωρίς αυτήν) μαζί με τα "χάλκινα" θα μεταφέρουν το κέφι και το ξεφάντωμα μέχρι την άκρη της πόλης. Οι επισκέπτες θα θαυμάσουν για μια ακόμη φορά τη σπιρτάδα, το κέφι και το πνεύμα των Κοζανιτών και η τηλεόραση θα μεταφέρει σ' όλη τη χώρα εικόνες από την παρέλαση των σκωπτικών αρμάτων, το γλέντι και τη διασκέδαση που θα περισσεύουν εκείνη την ημέρα...

Κοζάνη, τέλη δεκαετίας του '50. Ο μικρός μα ζεστός φανός που άναβε στη γειτονιά μας στα "Κατσ'κάθκα", καθώς και οι άλλοι φανοί εκείνης της εποχής, γινόταν με τη φροντίδα των γειτόνων και κυρίως τη φροντίδα και τη συνδρομή των παιδιών. Τα "φυλλουρίδια" για τις "φούντες" ήταν δική τους αποκλειστικά υπόθεση και οι παραγγελίες στους γονείς να μην γυρίσουν με άδεια χέρια από το ολονύχτιο γλέντι στο "Υπόγειο" του Ταρτάρα, στο "Ερμιόνιο" και στο "Ολύμπιο" έπεφταν σωρηδόν. Τα δωμάτια των σπιτιών έπαιρναν μια χαρούμενη όψη εκείνες τις μέρες από τις πολύχρωμες σερπαντίνες, που κουλουριασμένες σε μια γωνιά και ταλαιπωρημένες από το νυχτερινό ξεφάντωμα, περίμεναν υπομονετικά σε μια γωνιά, τα επιδέξια παιδικά χέρια να τις μεταμορφώσουν. Μέρες νωρίτερα πριν τη μεγάλη γιορτή, οι νεαροί καλλιτέχνες με μεράκι και φαντασία έφτιαχναν προσεκτικά τις "φούντες" για να στολίσουν ένα γύρω τον φανό, ώστε να είναι ο δικός τους ο καλύτερος απ' όλους.

Το τσίγκινο πιάτο, λίγο στραπατσαρισμένο κάποιες φορές, ήταν το απαραίτητο εφόδιο της πρωινής κυριακάτικης παιδικής περιπλάνησης στα σπίτια της γειτονιάς. Μέσα σ' αυτό οι γείτονες απόθεταν με ευχαρίστηση τον οβολό τους "τ'ς παράδις για του φανό", που θα χρησίμευε για την αγορά του απαραίτητου δαδιού που θα έκαιγε το βράδυ. Στοιβαγμένο προσεκτικά πάνω στον βωμό της ξερολιθιάς, που την Κυριακή το πρωί στηνόταν στη μέση του δρόμου, έφτιαχνε με το άναμμά του εικόνες μαγικές, σκόρπιζε γύρω μια ξεχωριστή μυρωδιά, χαρακτηριστική και υπέροχη. Η "κάπνα" του μαύριζε τα πρόσωπα, οι φλόγες που ξεπηδούσαν, αντιφέγγιζαν στις γελαστές μορφές, οι σπίθες έφταναν θαρρείς στα ουράνια, ταξίδευαν στ' αστέρια.

Εκείνος ο παλιός φανός, αυτός που εμείς θυμόμαστε στα παιδικά μας χρόνια, ήταν μια οικογενειακή γιορτή, στην οποία συμμετείχαν όλες οι ηλικίες. Μια σύμπραξη των ανθρώπων της γειτονιάς χωρίς φανφάρες και μεγάφωνα, χωρίς όργανα και ορχήστρες. Το τραγούδι και ο χορός είχαν μια μυσταγωγία κι αγάπη για την παράδοση, ένα χρέος για τη συνέχειά της. Καλοδεχούμενος ο περαστικός, φίλος κι ο άγνωστος διαβάτης, τσούγκριζαν το ποτήρι το κόκκινο κρασί κι αντεύχονταν μέσα απ' την καρδιά τους "χρόνια πολλά" και "καλή σαρακοστή"

Ήταν μοιραίο και αναπόφευκτο στο πέρασμα του χρόνου να αλλάξει η μορφή και η εμφάνιση του φανού. Έγινε κι αυτός σύγχρονος, όπως άλλωστε τόσα πράγματα στη ζωή μας. Η παρουσία πολλών ξένων επισκεπτών, η άγνοια του γλωσσικού κοζανίτικου ιδιώματος και η παρέμβαση κάποιων τυποποιημένων στοιχείων είναι ίσως μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν σ' αυτό. Η παλιά γραφικότητα και η απλότητά του χάθηκαν, μένουν μόνον σαν θύμησες και μνήμες, που κάποιες φορές πληγώνουν και πονούν.


Η φωτογραφία είναι της δεκαετίας του '50, και προέρχεται από το αρχείο του πατέρα μου Μανώλη Παπαδέλη. Διακρίνεται στο βάθος ο φανός της γειτονιάς μου. Αριστερά εικονίζεται μέρος από το πατρικό μου, οικία της οικογένειας Βουδούρη και δεξιά η οικία Βαντή και στη συνέχεια η οικία Παπαναούμ. Στο βάθος το αρχοντικό Βούρκα-Κατσικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου