Θανάσης Καλλιανιώτης,
Ιστορικός, Δρ. Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ
Στο κείμενο που ακολουθεί περιοδολογούνται τα παραδοσιακά άσματα του οικισμού Λευκοπηγή (παλαιότερα Βιλίστ(ι) της επαρχίας Κοζάνης) κι εξετάζεται η παλαιότερη ταξική διαστρωμάτωση. Σκιαγραφείται έπειτα η εικόνα του «άλλου» και οι εθνόλεκτοι. Τέλος αναλύονται, πάντα μέσα από τα τραγούδια, τα πρότυπα των ανδρών
Εισαγωγικά
Αν και η ηλικία του εθίμου των Λαζαρίνων στη Λευκοπηγή, τη Βόρεια Ελλάδα και τα Βαλκάνια γενικότερα προσδιορίζεται μόνον κατά προσέγγιση, οι απαρχές του πηγάζουν από την αρχαία εποχή. Στο μεσαίωνα εμπλουτίστηκε με στοιχεία από σύνοικους λαούς κι έφθασε σχεδόν απαράλλακτο μέχρι τον εξηλεκτρισμό το χωριού. Η αναβίωσή του πριν από τρεις δεκαετίες, η οποία οφείλεται στην αφειδή κρατική χορηγία, πρόσθεσε νέα στοιχεία αλλά αφαίρεσε αρκετά παλαιά.
Έντυπες καταθέσεις για του Λάζαρ(η) ευρίσκονται στο έργο του Λαζάρου Νάνου και στο αντίστοιχο του Γεωργίου Δουγαλή. Στίχους ασμάτων περιέχει το διαμοιραζόμενο σήμερα πόνημα Λαζαριάτικα Πασχαλιάτικα Τραγούδια Λευκοπηγής. Ηλεκτρονικές πληροφορίες υπάρχουν στο διαδίκτυο, αλλά συνήθως επαναλαμβάνουν προηγούμενες ή γενικεύουν. Ωστόσο εκεί έχει τη δυνατότητα κανείς να ακούσει τα άσματα, κάτι απαραίτητο, ιδιαίτερα όταν ο μελετητής αγνοεί την ιδιόλεκτο ή μην έχοντας όλα τα φώτα του μυαλού του αναμμένα αποτυπώνει λανθασμένα ορισμένες λέξεις.
Τις μνήμες των προγόνων κράτησαν ζωντανές οι δάσκαλοι, εν αντιθέσει με ερευνητές ποικίλων σπουδών και προελεύσεων που παρέλειψαν να ομοιωθούν με το πεδίο είτε επειδή δεν ζούσαν στον ίδιο τόπο με αυτόπτες είτε διότι πίστευαν πως η απλή παράθεση λαϊκών αφηγήσεων ήταν υποδεέστερη θεωρητικών αστικών προσεγγίσεων. Δεν ενστερνίστηκαν οι τελευταίοι την πραγματικότητα, ότι δηλαδή οι γενικές θεωρίες χωρίς την συγκεκριμένη αλήθεια της βάσης αποδεικνύονται όχι μόνον πρόσκαιρης φήμης αλλά κι ευάλωτες εμπρός στην επιμονή κάθε ευγενούς μελετητή.
Γυναικεία ποίηση
Είναι άγνωστοι οι στιχοπλόκοι των ασμάτων, αλλά με βεβαιότητα ορισμένοι είναι θηλυκού γένους όπως αποδεικνύουν λεπτές εκφράσεις σαν το βρίσκου τα κόρφια μ’ [στο στήθος] ανοιχτά. Για να διαπιστωθεί ποια από αυτά δημιουργήθηκαν ή παραλλάχτηκαν στο ίδιο το Βιλίστ(ι) όπως ονομαζόταν παλαιότερα η Λευκοπηγή χρειάζεται ευρύτερη συγκριτική μελέτη. Π.χ. το άσμα Κάτω στον Άγιο Πρόδρομο (ή Άγιο Θόδωρο) τραγουδιέται και στην Αιανή και στη Σιάτιστα, ενώ το Άγουρος ‘πο την Αγιά ακούγεται και σε θρακιώτικη εκτέλεση ως Άγουρος από τη Φραγκιά. Ακόμη όμως και με αυτές τις δυσκολίες αυτό που έχει σημασία είναι η πρόσληψη των αφικνούμενων ασμάτων από τις γυναίκες της Λευκοπηγής. Αποδεικνύονται αυτά θαυμάσια πηγή για την κοσμοθεωρία των γυναικών.
Περιοδολόγηση
Ο χρόνος δημιουργίας των ασμάτων, ορθότερα ορισμένων στίχων, ευρίσκεται φορές με ακρίβεια. Λ.χ. ο στίχος τουν ήρθ’ η προυσταγή, στρατιώτης για να πάει χρονολογείται μετά το 1908, όταν για πρώτη φορά κατατάσσονταν υποχρεωτικά οι χριστιανοί στον τουρκικό στρατό. Η παρουσία του δασκάλου είναι ολίγον παλαιότερη, στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν για πρώτη φορά εμφανίζεται δάσκαλος σταλμένος από την πόλη στο Βιλίστ(ι) –πρώτος γνωστός δάσκαλος είναι ο Μιλτιάδης το 1908.
Η υπόμνηση τα γράμματα ίν’ τα στου χαρτί μας οδηγεί ακόμη παλαιότερα, στο 1000 μ.Χ., όταν κυκλοφόρησε το χαρτί στην περιοχή, όμως μόνον θεωρητικά διότι ως είδος πολυτελείας σπάνιζε στην επαρχία. Πρακτικά έφθασε στο Βιλίστ(ι) τον 18ο αιώνα με τα εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά το κόκκινο χαρτί με το οποίο οι Λαζαρίνες κατασκεύαζαν το λουλούδι της κεφαλής ανάγεται προφανώς στον 20ό αιώνα.
Παλαιότερες είναι οι αναφορές στον μπέη και στον κατή. Αφετηρία τους η αρχή της Οθωμανοκρατίας, περίπου το 1400 μ.Χ.. Όμως καθώς οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του τσιφλικιού επισκέπτονταν το χωριό ελάχιστες, διότι έμεναν μακριά ή στην κοντινότερη πόλη των Σερβίων, αντιπρόσωποί τους ήταν οι επιστάτες του τσιφλικίου, Αρβανίτες συνήθως όπως ο Ετχέμ και ο Αλιά στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1528 μαρτυρείται μόνον ένας ιδιοκτήτης, φυσικά μουσουλμάνος. Οι επιστάτες αποκαλούνταν κι αυτοί μπέηδις από τους κολίγους και κατοικούσαν μόνιμα στο κουνάκ(ι), το υψηλότερο οίκημα του χωριού, σε περίοπτη θέση της Λευκοπηγής και κοντά στον παλαιό ενοριακό ναό. Στην οθωμανική περίοδο ανάγονται και λέξεις των ασμάτων όπως τα κουρτζούμια (δεμάτια σε σειρά), τα μπιλτζίκια (κοσμήματα), το φλουριά χαρτιάνιψέ τα, ξόδεψέ ταδηλαδή, κ.α.
Ο χριστιανός αφέντης που κοιμάται σε αυλή στρωμένη με μάρμαρα αντιστοιχεί στα άσματα με τον ιερέα, αλλά κατά μία οπτική σημαίνει ένα βαθύτερο παρελθόν, τη βυζαντινή περίοδο όπου υπήρχαν μορφωμένοι χριστιανοί αξιωματούχοι (τ’ άκουσαν τρεις άρχοντις, κι τρεις γραμματισμένοι) - οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και γραφή. Πρόκειται προφανώς για τους ιδιοκτήτες των προνοίων, των μεγάλων δηλαδή αγροκτημάτων, που υπήρχαν και στο Βιλίστ(ι) κι όχι για χριστιανούς ιδιοκτήτες νεοτέρων χρόνων όπως ο Κοβεντάρος που αγόρασε γη από τους Οθωμανούς στα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι συνοικίες του χωριού Πέρα Αυλή στο Βορρά και Δώθε Αυλή στο Νότο, αν όντως έχουν διατυπωθεί με ακρίβεια, ανήκουν στην αρχαία Ελλάδα. Στην ιδιόλεκτο προφανώς εκφωνούνταν ζ’ μΠέρα ‘ν Αυλή και σ’ν Ιδώθι ‘ν Αυλή. Η λέξη αυλή ήταν εν χρήσει στην αρχαιότητα, όμως με την εισροή των Σλάβων επικαλύφτηκε στην περιοχή από την αντίστοιχη νουβρός. Ωστόσο η Αυλή ως οικωνύμιο επέζησε στη Λευκοπηγή ως τον 20ό αιώνα. Οι δυο «Αυλές» του χωριού συνδεόταν με γεφύρια, τόπο συνάντησης των Λαζαρίνων, αλλά και ασφαλής πόρος διάβασης όταν ο λάκκος κατέβαζε νερά.
Στην αρχαία Ελλάδα οδηγεί και το ουσιαστικό γραμματικός (Γραμματικός εκάθουνταν) ερμηνευόμενο ως διδάσκαλος των πρώτων στοιχείων. Άλλη επιβίωση συναντούμε στην τραγουδιστική φράση κουράσιου νιχουχότιζι, δηλαδή κορίτσι τραγουδούσε, το οποίο απηχεί την αρχαία αντίστοιχη «ηχεί δε κόρη». Η ίδια φράση διασώζει επίσης την επίσης αρχαία λέξη «κοράσιον». Ενισχυτική της αρχαίας καταγωγής είναι και η εθιμική ομοιότητα: στα Κόλιαντα (Κάλαντα) ο μεσαιωνικός ποιμήν σε περίπτωση άρνησης φιλοδωρήματος φοβέριζε πως θα ουρούσε στην θύρα αν δεν λάμβανε τη θυγατέρα του σπιτιού, ενώ ο αρχαίος Δωριεύς παις στη Χιλιδόνα (Χελιδόνα) απειλούσε να αρπάξει την πόρτα ή το ανώφλι ή την ίδια τη νοικοκυρά «ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν».
Ταξική διαστρωμάτωση
Οι κοινωνικές, οικονομικές τάξεις και πνευματικές τάξεις του χωριού, για την ακρίβεια όλης της επαρχίας, αν όχι ολόκληρης της ελληνικής υπαίθρου, διακρίνονται στα άσματα με ευκρίνεια. Στην κορυφή της εξουσίας ο εκάστοτε βυζαντινός βασιλιάς κι αργότερα ο οθωμανός Βεζίρης. Η άποψη πως ο Αλή πασάς χρημάτισε για ένα διάστημα κύριος του Βελιστίου παρόλο που επαναλαμβάνεται από τους φιλίστορες για όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής, δεν μαρτυρείται στις πηγές της εποχής οπότε δεν ισχύει. Η δε γνώμη ότι τη εποχή του Αλή πασά επήλθε πληθυσμιακή παρακμή στην πόλη της Κοζάνης, πράγμα που μάλλον σημαίνει πως η ύπαιθρος άδειαζε λόγω ανασφάλειας, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς. Ο Αλή πασάς πάντως διαφέντευε τον γειτονικό οικισμό που οι Οθωμανοί κατέγραφαν το 1820 ως بوطراس, το οποίο μεταφράστηκε στην ελληνική ως «χωριό Μπούτρας». Πρόκειται για το σημερινό Πρωτοχώρι, που οι εντόπιοι εκφωνούσαν παλαιότερα Πουρτουράζ(ι).
Κανένας από τους ειρημένους ανώτατους άρχοντες δεν επισκέφτηκε τη Λευκοπηγή και ούτε είχε άμεση επαφή με τους κολίγους της, γι αυτό και οι γυναίκες, προσγειωμένες και πρακτικές, ομολογούσαν: δε θέλου ιγώ μανούλα μου, βασιλουγιό δεν παίρνου. Οι έρωτες υψηλόβαθμων αξιωματούχων με κόρες εργατών, αγροτών και κτηνοτρόφων ισχύουν μόνον σε προπαγανδιστικά έργα ή στη φαντασία νεαρών διανοούμενων μέχρι να εγκλωβιστούν στις θελκτικές πλην έωλες αγκάλες του καθεστώτος.
Ο βυζαντινός αφέντης, ο ιδιοκτήτης της γης, εμφανιζόταν σπάνιες φορές στο χωριό και σε απόσταση πάντα από τους προνοιαροίους όπως ορθά δηλώνει ο στίχος κανάς δεν πάει να τουν ξυπνήσ’, κανάς απ’ τους δικούς του. Είχε το προσωνύμιο κύριος, κυρ στην ιδιόλεκτο, ενώ η γυναίκα του αποκαλούταν Κυρά, κυρίτσα στα άσματα. Τον αντικατέστησαν Οθωμανοί αντίστοιχοι από τα τέλη του 14ου αιώνα και μετά όπως π.χ. ακόλουθος του σουλτάνου ονόματι Χασάν που λάμβανε το 1543 την πρόσοδο Λευκοπηγής και Καισαρειάς. Αν για χάρη του, κι όχι προς στηλίτευση του χουσμεκιάρη των Λευκοπηγιωτών στη δεκαετία του 1920 Χασάν, δόθηκε το τοπωνύμιο Γκαβουχασάντς, είναι άγνωστο, πάντως όχι πολύ τιμητικό για την σωματική του ακεραιότητα. Ο Χαμζάρ Ρεσίτ ή Χαμσά Ρεσίτ, ορθότερα, μπέης που μνημονεύεται εντύπως ως κτήτορας του κεντρικού ναού του χωριού, ήταν προφανώς (αιρετικός) μπεκτασής μουσουλμάνος ή απόγονος γυρίσματος, δηλαδή πρώην χριστιανός. Άλλως γιατί να σπαταλήσει χρήμα και χρόνο για τους αλλόθρησκους;
Κάτω από τους απόμακρους μπέηδες στεκόταν ο μουσουλμάνος επιστάτης του τσιφλικιού, ο σούμπασης κατά μιαν έννοια, πάλι με το προσωνύμιο μπέης, μόνιμος κάτοικος, που θαβόταν σε περίπτωση θανής ΒΑ της πλατείας, στη θέση Μιζάρ(ι). Οικονομικά ευκατάστατος, αφού εκμεταλλευόταν των μόχθο των κολίγων, ήταν ο μοναδικός που πρόσφερε στις Λαζαρίνες νομίσματα αντί για τα συνήθη αυγά.
Την τοπική διοικητική εξουσία εξέφραζε ο μουχτάρς, ή κουτσάμπασης ή προυτόγυρους, δηλαδή ο πρόεδρος του χωριού. Επιβεβαιωμένος το 1902 είναι ο Αργύρης [τ’] Τσιατσιά οπότε ο αναφερόμενος ως πρώτος γνωστός Γρηγόριος Δουγαλής είναι ύστερος. Προσόν για τη θέση αυτή σήμερα είναι η εξωτερική εμφάνιση και η αποτελεσματική πολιτική επικοινωνία, ενώ παλαιότερα η εμπειρία. Ο μουχτάρης είχε αρκετά χρόνια στην πλάτη του όπως δεικνύει ο στίχος άντρα γέροντα κι κουτσάμπαση. Φυσικά οι κόρες δεν επιθυμούσαν ηλικιωμένους: του γέρουντα του φίλημα σκορδιές κρομδιές μυρίζει λόγω της βιολογικής διαφοράς κι επειδή δεν είχαν καμιά δυνατότητα ανέλιξης σε διοικητικές θέσεις.
Η θρησκευτική αρχή ανήκε στον εφημέριο, τον νένι ή αφέντ(η) ή χότζια κατά μιαν εναντιωματική κοριτσίστικη διάθεση που επέζησε στο έθιμο του Λάζαρ(η). Ευκατάστατος ων διέθετε διώροφη οικία, πράγμα που σήμαινε την αυστηρή προσήλωση των κατοίκων στο χριστιανισμό. Οι κόρες του ήταν διακριτές κι αξιοζήλευτες, τουλάχιστον η Βαγγιλίτσα που την λιμπίζονταν οι νεαροί: θέλου του κουρμάκι σου… του μοσχουμυρισμένου. Φυσικά οι γυναίκες πρόσεχαν εξωτερικές λεπτομέρειες της παπαδοκόρης όπως τα παχουλά, γιομάτα μπιλτζίκια, χέρια και το άσπρο λαιμό σαν το κρουστάλλι. Παρόλο όμως το σεβασμό προς το πρόσωπό του τα κορίτσια κρατούσαν πραγματικά ή φανταστικά μυστικά από τον εξομολόγο τους: να πω τα κρίματα μ’ … κι αλησμόνησα κι δυο. Αν είνι απ’ τουν άντρα μου [τα κόρφια μ’ ανοιχτά] χαλάλι να του γένει …αν είνι απ’ του γείτουνα, χαράμι να του γένει.
Τη μορφωτική εξουσία κρατούσε στα νεότερα χρόνια κι ο δάσκαλος, εξίσου ζηλευτός. Παππάς ομού και δάσκαλος καταγράφεται για πρώτη φορά στη Λευκοπηγή το 1817, αλλά λαϊκός από το 1895 και μετά. Η επιθυμία των γυναικών να έχουν πιθιρόν παπά κι άντρα γραμματισμένου ήταν απίθανη, γι αυτό οι ίδιες την τοποθετούν στο όνειρο: κοιμάτι γινουρέβιτι. Η απόφαση του κοζανίτικου συλλόγου Φοίνιξ το 1876 να χρηματοδοτήσουν ένα «κεντρικόν σχολείον» όπου θα φοιτούσαν τα ελληνόφωνα παιδιά του ΝΔ Τσιαρτσιαμπά μόνον σε άνετα σαλόνια ακουγόταν ευχάριστα, αφού τουλάχιστον οι αποστάσεις, από τον Κρόκο ως την Αιανή π.χ., ήταν τεράστιες για τα δεδομένα των χωρικών, ιδιαίτερα των μαθητών.
Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας εκτεινόταν ο χειμαζόμενος λαός, κτηνοτρόφοι και γεωργοί: όταν έριχναν το πλέρωμα και το βαρύ χαράτσι, ρίχνουν στους πλούσιους εκατό και τους φτωχούς διακόσια. Ωστόσο υπήρχε μία λεπτή διάκριση: οι κτηνοτρόφοι ως ορεσίβιοι ήταν ρωμαλεότεροι και πιο θαρραλέοι από τους γεωργούς κι επιπλέον οι τελευταίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία από τους φοροεισπράκτορες όπως οι πρώτοι. Αυτή την αντίθεση, συνάμα την ίδια μεταξύ υπαίθρου και πόλης, αστών και χωρικών, μαρτυρούν οι στίχοι: κάτω στους κάμπους μην τα πας [τα γιδοπρόβατα]… γιατί έχει αρνιτσιοβότανο [βότανο άρνησης] και τρών’ οι προβατίνες …τις μάνες δεν γνωρίζουν.
Την παλικαριά εκφράζουν οι άνθρωποι του ντουφεκιού: βάρεσεν του Γιάννη τουν ξιαρμάτουσι και σέρνει το χορό κλέφτικο χορό. Γνωστός κλέφτης στην περιοχή Λευκοπηγής, διαιτώμενος προφανώς στην ποιμενοκρατούμενη κοιλάδα του Ζυγοστίου, Ζγκόστ(ι) στην ιδιόλεκτο, ήταν ο Κοζανίτης καπετάνιος Γεώργιος Σιαργκάνας, «αρχιληστής» κατά την άποψη της ελίτ του χωριού, με πιθανό εντόπιο συνεργάτη του τον συλληφθέντα το Φεβρουάριο του 1903 Νάτσιο Καραπάτσιο. Για τη συμμετοχή του Σιαργκάνα ή «Σαργκάνα» στην απελευθέρωση του 1912 ο γράφων δεν διαθέτει τεκμηρίωση.
Οι «άλλοι»
«Άλλοι», διαφορετικοί δηλαδή, συνήθως εχθρικοί στα μάτια των ανθρώπων της επαρχίας καθώς η παραδοχή νέων πραγμάτων και ιδεών έβαινε με βήμα σημειωτόν ήταν από παλαιές εκκλησιαστικές αντιθέσεις ή μεσαιωνικές εμπορικές αντιζηλίες οι Εβραίοι: ιδώ πιδεύουν το Χριστό οι σκύλοι οι Οβραίοι, στην ιδιόλεκτο μάλλον ιδώ πιδεύουν του Χριστό οι σκύλοι οι Ουβραίοι ή το ωρκίστηκα μεσ’ το Χριστό, μέσα στην Παναγία Ουβριόν να μην αφήκη το σπαθί, Τούρκος να μη λαλήση. Εβραίοι κατοικούσαν παλαιότερα στα Σέρβια και για ένα διάστημα επιχείρησαν να μετακομίσουν στην Κοζάνη αλλά γρήγορα παραιτήθηκαν καθώς οι Βλάχοι έμποροι της πόλης αποδείχτηκαν ικανότεροί τους. Τι σχέση είχαν οι Βιλιζνοί με τους Εβραίους είναι άγνωστο, πιθανότερο όμως ουδεμία, απλώς επαναλάμβαναν διαδιδόμενα στερεότυπα.
«Άλλοι» ήταν από το 1400 και μετά οι Τούρκοι: θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα είναι μία από τις συχνές αναφορές στη βιαιότητα των πρώτων. Κι όπως πάντα συνέβαινε και θα συμβαίνει λαϊκές μομφές εκτοξεύονταν κι εναντίον των χριστιανών σφουγγοκωλάριων της εξουσίας, συνοδοιπόρων των Τούρκων: εμένα Τούρκοι μ’ έκοψαν, Ρωμαίοι με μαχαίρωσαν παραπονείται νέος. Παρόμοιος εχθρικός «άλλος» οι Βούλγαροι: Βουργάροι μι μαχαίρουσαν, μια άλλη παγιωμένη αντίληψη χωρίς να εμφιλοχωρήσει άμεση επαφή.
«Άλλοι», από τη φωτεινή όμως πλευρά του φεγγαριού, ήταν άνδρες εξ Εσπερίας, οι Γάλλοι και οι Βενετσιάνοι: εμένα ο Φράγκος μ’ αγαπάει, κι ο Φελετζιάνος μ’ ακαλνάει. Οι στίχοι προφανώς πηγάζουν από την ανάμνηση των Σταυροφοριών και των Τουρκο-βενετικών πολέμων.
Εθνόλεκτοι
Δύο ουσιαστικά κοινότητες ανθρώπων αναφέρονται στα παραδοσιακά άσματα της Λευκοπηγής, εξ αρχαιοτάτων χρόνων οι Έλληνες και μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας οι Σλάβοι: στη βρύση πάνου ράντου μ’ για νιρό, αναφέρει ο στίχος. Η κλητική προσφώνηση ράντου μ’ κρύβει το υποκοριστικό Ράντο του ονόματος Ράντοσλαβ, ερμηνευόμενο στην παλαιοσλαβική ως ευτυχισμένη δόξα. Το 1500 μ.Χ. το όνομα Ράντ επιχωριάζει στην περιοχή και μάλιστα ο κοντινότερος Ράντο ζει στην Αγία Παρασκευή. Η πιθανότητα να διαδόθηκε το όνομα μέσω των Βλάχων από το ρουμανικό αντίστοιχο Ράντου είναι σχεδόν μηδαμινή επειδή σχεδόν ελλείπουν διαθέσιμες αναφορές για παρουσία Βλάχων στο Βιλίστ(ι) κυρίως όμως διότι οι σλαβική παρουσία στην περιοχή αποδεικνύεται χωρίς μεγάλη δυσκολία: η λέξη μπράτιμους π.χ. που κυριολεκτικά σημαίνει το αδελφό: γιέ μ’ τους φίλους μπράτιμούς μου.
Έτερο στοιχείο σλαβικής εθνολέκτου είναι το γυναικείο όνομα Μπίνα στο δεν παντρεύεσαι, Μπίνα μ’. Η άποψη πως η Μπίνα αντιστοιχεί με την Πηνελόπη δεν τεκμηριώνεται καθώς κανένα από τα δύο ονόματα δεν καταγράφονται στη Λευκοπηγή ούτε τον 20ό ούτε και τους προηγούμενους αιώνες. Η άποψη ότι το (παραπλήσιο) όνομα «Μπεγίνα» είναι μητρωνυμικό από το τουρκικό bey =κύριος θα πρέπει να αιτιολογήσει την ύπαρξη δεκάδων χριστιανών γυναικών παντρεμένων με μουσουλμάνους, σχεδόν σε κάθε χωριό, κάτι απαγορευτικό τις παλαιότερες εποχές, αν δεν συνέβαινε αλλαγή θρησκεύματος (κι ονόματος) των γυναικών. Εκτός τούτων τα επίσης παλαιοσλαβικά οικωνύμια Ζγκόστ(ι), ήγουν μέρος ξεχερσωμένο με φωτιά και Βιλίστ(ι), δηλαδή ο Βέλες, θεός της γης, του νερού και του κάτω κόσμου, αντίπαλος του Περούν (Μπούρινου), θεού της βροντής, ενισχύουν τη σλαβική μητρωνυμία.
Κάτω λοιπόν από το Μπίνα κρύβεται το αντρικό βαφτιστικό Пейо (Πέιο ή Πέγιο), αρκετά συχνό στην περιοχή και συνάδον το 1500 με αντίστοιχα αλλόφωνα των κατοίκων της Λευκοπηγής Ντράγκο, Κύρο, Βλάικο, Ζόρα κλπ. Η γυναίκα του Πέιου ή Πέγιου αποδόθηκε γραπτώς από τον 17 αιώνα κι εξής στη Λευκοπηγή ως Πιόνα και Μπέϊνα. Στο Βελβεντό σαν Μπέγω (στην ιδιόλεκτο προφανώς Μπέγου). Στο Πρωτοχώρι, την Αιανή, την Άνω Κώμη κι αλλού ως Μπεήνα. Στο Δίπορο Γρεβενών σαν Πιήνα. Στην Αιανή ως Μπηήνα και Πιόνου. Στη Σιάτιστα σαν Μπιγίνα και στην Κοζάνη ως Πήνα. Σε κοιμητηριακό μαρμάρινο σταυρό του Κρόκου χαράχτηκε το 1787 ανορθόγραφα το όνομα θανούσης πρεσβυτέρας ως ΠΗΥΝΑ, ενώ στην Αιανή 14 χρόνια αργότερα σε αντίστοιχο σταυρό το ΜΠΕΓΗΝΑΣ. Εν τέλει σε άσμα της Λευκοπηγής αναφέρεται ως Μπίνα.
Οι αναφορές για Βλάχους στη Λευκοπηγή είναι σχεδόν μηδαμινές. Άσματα για Βλαχοπούλις όπως και λέξεις κτηνοτροφικού περιεχομένου ευρίσκει κανείς σε όλη την Ελλάδα. Π.χ. η λέξη ρούντου που σημαίνει το σγουρό μαλλί στον άνθρωπο ή στα ζώα. Ολίγιστοι επίσης ήταν οι Αρβανίτες, ορισμένοι εκ των οποίων θάφτηκαν όπως ειπώθηκε στη θέση Μιζάρ(ι).
Ανδρικά πρότυπα
Τρεις ήταν οι ευχές των ανδρών της Λευκοπηγής στα παραδοσιακά άσματα, η ψυχική ανωτερότητα, η βιολογική επιβίωση και η οικογενειακή ηρεμία. Σε στίχο της Λευκοπηγής εκφράζεται ως εξής: τ’ άλουγου τ’ αγλήγουρου κι του γουργό ζευγάρι κι τη γυναίκα την καλή. Αντίστοιχος της Αιανής διαφέρει ελάχιστα: τ’ άλουγου τ’ αγλήρουρου, του γεωργού ζευγάρι και την γυναίκα την καλή. Παρατήρηση πρώτη: αν καταγράφονταν τα άσματα αυστηρά, είναι βέβαιο πως και στα δυο η γραπτή λέξη «ζευγάρι» τραγουδιέται ζιβγάρι, ενώ στο δεύτερο άσμα η λέξη «γεωργού» εκφωνείται στην ιδιόλεκτο ως τρισύλλαβη: γιουργού. Παρόλη τη γειτνίαση Αιανής και Λευκοπηγής, για να επανέλθουμε στην εισαγωγή, οι αποτυπώσεις διαφέρουν, γουργό ζιβγάρι στο ένα, γιουργού ζιβγάρι στο άλλο.
Από τις δύο φράσεις ορθότερη νοηματικά είναι η της Λευκοπηγής, διότι το γουργό ως επιθετικός προσδιορισμός ταιριάζει με τους άλλους δύο αγλήρουρου και καλή. Αμφότερες όμως, η πρώτη για κατοχή δηλαδή ζευγαριού βοδιών που θα ανοίγει χωρίς κούραση τις αυλακιές και η δεύτερη για ύπαρξη ζευγαριού βοδιών, απαραίτητου στο όργωμα, επιτρέπουν τον ιστορικό να διαπιστώσει μία σημαντική, οικονομικού τύπου, διαφορά μεταξύ των δύο χωριών: στη Λευκοπηγή το σύνολο των κατοίκων είχαν ήδη από ένα ζευγάρι βοδιών γι αυτό επιθυμούσαν να είναι γρήγορο, ενώ στην Αιανή δεν διέθεταν κανένα ή ήταν ελλιπή, γι αυτό ήθελαν ένα ολοκληρωμένο.
Αν τα απαραίτητα βόδια εξέφραζαν το μόχθο για το καθημερινό ψωμί, το ταχύ άλογο ήταν σήμα κοινωνικής ανωτερότητας, η μερσεντές της εποχής. Τέτοια ζώα διέθεταν οι ιερείς, οι μεγαλοτσέλιγκες, οι ταχυδρόμοι, οι υπερήφανοι κι ευκαιριακά μόνον οι κλέφτες.
Η γυναίκα η καλή που τιμάει τον άντρα, δείχνει τη σημαντική της θέση στην οικογένεια. Ενδιαφέρουσα εδώ είναι σύνταξη της φράσης καθώς το επίθετο ακολουθεί το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό: Σαπφώ η καλή έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, γυναίκα την καλή λέει το άσμα. Το κάλλος οι άνδρες της Λευκοπηγής το συνέδεαν πρώτα με την αρετή της γυναίκας, αφού ο στίχος συμπληρώνεται με το που να τιμάει τουν άντρα, κι έπειτα με την εξωτερική της μορφή. Η όσμωση του ενός με το άλλο είναι υποκειμενική.
Το ανωτέρω κείμενο αποτελεί διευρυμένη σχετική ομιλία που έλαβε χώραν την 11η Απριλίου 2014 στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων της Κοινότητας Λευκοπηγής στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Λαζαρίνες Λευκοπηγής 2014», οργανωμένες από τον ΕΜΑΣ Μέγας Αλέξανδρος Λευκοπηγής με την υποστήριξη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Liddell G. Henry –Scott Robert, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, μετάφραση Μόσχος Ξενοφών, Σιδέρης, Αθήναι χ.χ. http://myria.math.aegean.gr/lds/web/
Βακρατσά Φωτεινή –Λίτσιου Ιωάννα –Μητλιάγκα Κωνσταντίνα, Η Λευκοπηγή του χθες και του σήμερα, επιμ: Γεώργιος Μυλωνάς –Δημήτρης Μυλωνάς, Δήμος Κοζάνης –Δημοτικό Διαμέρισμα Λευκοπηγής, IDEA Plus, Κοζάνη 2006
Δελιαλής Νικόλαος, Αναμνηστική εικονογραφημένη έκδοσις Παύλου Χαρίση : μετά ιστορικών σημειώσεων περί των εν Ουγγαρία και Αυστρία ελληνικών κοινοτήτων, τ. Α΄, Βόρειος Ελλάς, Κοζάνη 1935
Δημητριάδης Βασίλης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, (εισαγωγή – μετάφραση –σχόλια), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1973
Δημόπουλος Ιωάννης, Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά, Θεσσαλονίκη 1994 (προσφορά Στεφάνου Γκριτζέλη)
Δουγαλής Γεώργιος, Ήθη και έθιμα της Λευκοπηγής
Ζαμίχος Ευάγγελος, κοινοτάρχης, συνέντευξη στη Λευκοπηγή το 2014
Η Μακεδονία το 1530 με βάση το συνοπτικό οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο ΤΤ 167 του οθωμανικού πρωθυπουργικού αρχείου Κωνσταντινούπολης, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη (υπό έκδοσιν), λήμμα “Χωριό Velijda”
Καλλιανιώτης Θανάσης, «Άλογα κι αναβάτες, Κατοχή και Εμφύλιος στην περιφέρεια Κοζάνης», Παρέμβαση (Ιούν. -Αύγ. 1998) 18-19
Καλλιανιώτης Θανάσης, «Οι Λαζαρίνες της Αιανής και των περιχώρων: όψεις ενός μεσαιωνικού εθίμου», Θάρρος (19.4.07) 7 και http://blogs.sch.gr/thankall/?p=1050
Καλλιανιώτης Θανάσης, «Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Αιανής Κόλιαντα, Σόρβα, Φώτα», Τετράδια Ιστορίας (Δεκ. 1995) 11-14, 11
Καμπουρίδης Κώστας -Σαλακίδης Γιώργος, Η επαρχία Σερβίων τον 16ο αιώνα μέσα από οθωμανικές πηγές, Σύλλογος Φίλων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και Σταμούλης Αντ., Θεσσαλονίκη 2013, σ. 780
Καραγιάννης Βασίλειος, Ιστορικά ορνιθοσκαλίσματα (1912 κ.λπ.), http://iparemvasi.blogspot.gr/2012/10/1912.html
Καραμανές Ευάγγελος, Οργάνωση του χώρου, τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών, (επιμ. Π. Καμηλάκης), Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2011 (προσφορά του συγγραφέα)
ΚΔΒΚ, κάτοικοι προς Μητροπολίτη, 19 Ιανουαρίου 1902, http://www.kozlib.gr
Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (ΚΔΒΚ), Κάτοικοι Βελιστίου προς την ΑΣ τον Μητροπολίτην …, Κοζάνη 7 Απριλίου 1901, http://www.kozlib.gr
Λαζαριάτικα -Πασχαλιάτικα τραγούδια της Λευκοπηγής, ΕΜΑΣ Μέγας Αλέξανδρος Λευκοπηγής, Λευκοπηγή 2014 (προσφορά του συλλόγου)
Λιαμάδης Ν., Μακρής Δ., Μπέλλος Α., Παπαϊωάννου Λ., Σιαμπανόπουλος Κ., Γνωριμία με τον νομόν Κοζάνης, ιστορικός, τουριστικός, λαογραφικός οδηγός νομού Κοζάνης, Μαρκόπουλος, Θεσσαλονίκη 1970. Έκδοση Νομαρχίας Κοζάνης
Μπουνόβας, Γιάννης, Εκπαίδευση και τοπική κοινωνία: ο κοινωνικός ρόλος του σχολείου στην Κοζάνη 1880-1940, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη 2000
Μπρέτσα Μαρία –Καλλιανιώτης Θανάσης, Η βυζαντινή κι οθωμανική Κερασιά, http://blogs.sch.gr/thankall/?p=941
Νάνος Λάζαρος, Το Βελίστι (Λευκοπηγή), Ιστορία –Λαογραφία, Θεσσαλονίκη 1985
Ντίνας Κωνσταντίνος, Κοζανίτικα επώνυμα 1759 –1916, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1995 (προσφορά Βασιλείου Καραγιάννη)
Ντίνας Κώστας, Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης, τ. Β΄, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2005, http://www.nured.uowm.gr/dinas/To_glossiko_idioma_tes_Kozanes_files/B.2.a.1.pdf
Παναγιωτόπουλος Βασίλης -Δημητρόπουλος Δημήτρης -Μιχαηλάρης Παναγιώτης (επιμ.), Αρχείο Αλή Πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2010, τ. Δ΄, σ. 296
Πάσχος Β. Π., Λευκοπηγή, νοσταλγία κ΄ επιστροφή στο γενέθλιο τόπο, Αθήνα, Αρμός 1994
Πάσχος Β.Π., Στη ρίζα του νερού, στην πέτρα… Η χαρμολύπη της επιστροφής, Αρμός, Αθήνα 2005
Σεζέρ Χαμιγιέτ, Μια έρευνα σχετικά με τα τσιφλίκια του Τεπελενλή Αλή Πασά, μετάφραση Ειρήνη Καλογεροπούλου, http://www.eie.gr/nhrf/institutes/inr/instr-studiorumbalk/tsiflikia.htm
Σιαμπανόπουλος Κωνσταντίνος, Αιανή, ιστορία –τοπογραφία –αρχαιολογία, Θεσσαλονίκη 1974
Σιαμπανόπουλος Κωνσταντίνος, Οι Λαζαρίνες, Θεσσαλονίκη 1973
Σιώζος Γιώργος, Ιστορική μελέτη του Κρόκου Κοζάνης, Κοζάνη 1992
Χατζηιωάννου Χριστίνα–Μαρία, Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία: ο κώδικας αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2000
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΛΕΖΑΝΤΕΣ
Λαζαρίνες της Λευκοπηγής με την παραδοσιακή τους στολή κρατώντας άνθη. Στην ποδιά της μεσαίας διακρίνονται αντωπά κεντημένα σχέδια, πουλιά και φυτά (Αρχείο ΕΜΑΣ Μέγας Αλέξανδρος Λευκοπηγής)
Πλατεία Λευκοπηγής 1950. Παράδοση και νεωτερισμοί. Φορτηγό αυτοκίνητο στο φόντο αριστερά και δυτικού τύπου ένδυση των πρώτων γυναικών σε αντιδιαστολή με την παραδοσιακή των υπολοίπων όσο και της τοιχοδομίας. Οι στολές άρχισαν να αλλάζουν για τις γυναίκες από το 1945 φερμένες από την Ούνρα, ιδιαίτερα δε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου όταν οι γυναίκες κατέφευγαν ως ανταρτόπληκτες στην πόλη της Κοζάνης (Αρχείο ΕΜΑΣ Μέγας Αλέξανδρος Λευκοπηγής)
kozanionline
Δημοσιεύτηκε στις
22/4/14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου